UBS: Η Ευρώπη δεν κινδυνεύει με νέα κρίση χρέους - Τι συστήνει για τις μετοχές
H UBS συνιστά στους επενδυτές δομημένες στρατηγικές
Χαμηλό θεωρεί τον κίνδυνο μιας νέας κρίσης χρέους στην Ευρώπη για τα επόμενα δύο χρόνια η UBS, ωστόσο προειδοποιεί ότι οι πιθανότητες αυξάνονται όσο πλησιάζουμε στα τέλη της δεκαετίας. Σύμφωνα με τον ελβετικό επενδυτικό οίκο, οι χώρες που είναι πιο ευάλωτες στις ανησυχίες για το χρέος τους είναι η Γαλλία, η Ιταλία και το Βέλγιο. Η Ελλάδα, όπως και οι άλλες χώρες των μνημονίων παρουσιάζουν βελτιωμένη ανθεκτικότητα στις εντάσεις των αγορών ομολόγων, τονίζουν οι αναλυτές.
Η UBS αναγνωρίζει ότι το να προβλέψει κανείς πότε θα «χτυπήσει» μια κρίση χρέους είναι κάτι δύσκολο, όμως σημειώνει ότι οι κρίσεις αυτές συχνά πυροδοτούνται από μια στροφή στο επενδυτικό κλίμα απέναντι στα ομόλογα μιας χώρας, παρά από συγκεκριμένα οικονομικά ή πολιτικά γεγονότα.
Ο οίκος θεωρεί μάλιστα ότι η κατάσταση του αμερικανικού κρατικού χρέους, η οποία είναι χειρότερη σε σχέση με την Ευρώπη με βάση τους περισσότερους δείκτες, θα μπορούσε να πυροδοτήσει τις ανησυχίες των επενδυτών παγκοσμίως, με αποτέλεσμα να επηρεαστεί και η ευρωπαϊκή αγορά ομολόγων.
Σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, ο κίνδυνος κρίσης περιορίζεται λόγω της μείωσης των επιτοκίων και της αναμενόμενης νομισματικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που στηρίζει την ικανότητα εξυπηρέτησης των χρεών από τις κυβερνήσεις. Επιπλέον, οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες «κλείδωσαν» τα ιστορικά χαμηλά επιτόκια κατά τη διάρκεια του 2015-2021 με πιο μακροπρόθεσμα ομόλογα από ό,τι οι ΗΠΑ, κάτι που σημαίνει ότι το στοκ του χρέους τους θα ανατιμολογηθεί πιο αργά ως απάντηση στην αύξηση των αποδόσεων στην αγορά. Στο πλαίσιο αυτό, τα υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα αποτελούν μεγαλύτερη ανησυχία από την ευαισθησία των χωρών στις εντάσεις των αγορών ομολόγων, σημειώνει η UBS.
Σε αυτή τη φάση, οι πιο ευάλωτες χώρες είναι, σύμφωνα με τον οίκο, η Γαλλία, η Ιταλία, το Βέλγιο, η Ουγγαρία, η Ρουμανία, η Σλοβακία και σε μικρότερο βαθμό η Ισπανία.
Οι χώρες που βρέθηκαν στο επίκεντρο της προηγούμενης κρίσης χρέους –Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία και Ισπανία- έχουν βελτιώσει σημαντικά τους δημοσιονομικούς δείκτες τους, επιδεικνύοντας καλά δημοσιονομικά ισοζύγια και μείωση του χρέους. «Αν και τα προγράμματα λιτότητάς τους αρχικά προκάλεσαν οικονομικές δυσκολίες, αυτές οι οικονομίες τώρα αναπτύσσονται με ρυθμούς υψηλότερους από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και επιδεικνύουν βελτιωμένη ανθεκτικότητα στις εντάσεις της αγοράς ομολόγων», σημειώνει η UBS.
Αντίθετα, στις τρεις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές οικονομίες, τόσο η Γαλλία όσο και η Ιταλία εμφανίζουν ευαισθησία στην αύξηση του κόστους δανεισμού, ενώ στην περίπτωση της Γερμανίας, η χαμηλή οικονομική ανάπτυξη και οι σημαντικές δημόσιες επενδύσεις εγείρουν ερωτήματα γύρω από την ικανότητα της χώρας να διατηρήσει καλούς δημοσιονομικούς δείκτες.
Σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, η πιο σημαντική απειλή για τις ευρωπαϊκές αγορές ομολόγων –εκτός και εάν υπάρξει προηγουμένως κάποια αύξηση των ανησυχιών από τις ΗΠΑ- θεωρείται ότι προέρχεται από τη Γαλλία. Η χώρα εμφανίζει επίμονα δημοσιονομικά ελλείμματα και έχει αυξήσει το χρέος της τα τελευταία 30 χρόνια. Μάλιστα, έχει τηρήσει τον κανόνα για έλλειμμα χαμηλότερο του 3% του ΑΕΠ μόλις σε 7 από τα τελευταία 24 χρόνια και η τελευταία φορά που εμφάνισε πλεόνασμα ήταν το 1974. Επιπλέον, αυτή τη στιγμή δεν παρουσιάζει πολιτική και κοινωνική στήριξη για την τήρηση υγιών δημοσιονομικών πολιτικών.
Πάντως, η UBS σημειώνει ότι η κατάσταση του χρέους της Γαλλίας επιδεινώνεται με μέτριους ρυθμούς, αφήνοντας σημαντικό δημοσιονομικό περιθώριο για πιο θετικά αποτελέσματα, σε πολιτικό και δημοσιονομικό μέτωπο. Έτσι, ο οίκος υπολογίζει ότι το χρέος θα φτάσει σε κρίσιμα επίπεδα που θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν τις ανησυχίες των επενδυτών μόνο αργότερα μέσα στη δεκαετία.
Σε ένα τέτοιο σενάριο, η πρώτη γραμμή άμυνας θα είναι η ΕΚΤ, η οποία, ωστόσο, θα μπορέσει να δράσει μόνο όταν οι εντάσεις για τα κρατικά ομόλογα της Ευρώπης θα έχουν φτάσει σε ένα επίπεδο που να δικαιολογεί, πολιτικά, την παρέμβαση, καταλήγει η UBS.
Είναι ακόμη αρκετά φθηνές οι μετοχές της Ευρωζώνης;
Σε διαφορετική ανάλυση, ο Mark Haefele, Chief Investment Officer της UBS Global Wealth Management, υπενθυμίζει ότι η σύσταση για τις μετοχές της Ευρωζώνης είναι ουδετερότητα, παρά το ότι ήταν σχετικά ανθεκτικές τους τελευταίους μήνες, κόντρα στην αύξηση της αβεβαιότητας για την ανάπτυξη λόγω της απειλής των εμπορικών δασμών, της χαλάρωσης των ευρωπαϊκών αγορών εργασίας και της αύξησης των αποδόσεων των ομολόγων. Αυτό μπορεί να εξηγηθεί εν μέρει από το ασθενέστερο ευρώ, έναντι του δολαρίου, με περίπου τα μισά από τα ευρωπαϊκά εταιρικά έσοδα να παράγονται εκτός Ευρώπης.
Επίσης, συνεχίζει να πιστεύει ότι τα ευρωπαϊκά κέρδη συμπιέστηκαν το 2024, αλλά η ανάπτυξη πιθανότατα θα παραμείνει υποτονική μέχρι υπάρξει πιο ουσιαστική ανάκαμψη των ευρωπαίων καταναλωτών ή ανάκαμψη στην παγκόσμια μεταποίηση. Προβλέπει, μάλιστα, αύξηση κερδών μόλις 5% για την Ευρωζώνη το 2025, περίπου το ήμισυ του ρυθμού ανάπτυξης που αναμένεται στις ΗΠΑ.
Παρόλο που οι μετοχές της Ευρωζώνης (δείκτης MSCI EMU) είναι φθηνές σε σχέση με τον ιστορικό μέσο όρο (13,2x P/E έναντι μακροπρόθεσμου μέσου όρου 13,4x), η UBS πιστεύει ότι οι τρέχουσες αποτιμήσεις δικαιολογούνται από τις αργές βραχυπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης και το αυξημένο επίπεδο αποδόσεων ομολόγων επί του παρόντος.
Σε σχετική βάση, έναντι των παγκόσμιων μετοχών, οι αποτιμήσεις φαίνονται πολύ πιο ελκυστικές. Αλλά αυτό αφορά περισσότερο την ακριβή αποτίμηση της αγοράς των ΗΠΑ, παρά τις προφανώς φθηνές μετοχές της Ευρωζώνης, εξηγεί η UBS, η οποία θεωρεί ότι το premium των αποτιμήσεων των ΗΠΑ είναι δικαιολογημένο δεδομένης της υψηλής έκθεσης διαρθρωτικής ανάπτυξης, ιδιαίτερα στην τεχνητή νοημοσύνη.
Επιλεκτικότητα
Δεδομένης του βασικού σεναρίου της UBS για περιορισμένη άνοδο στις μετοχές της Ευρωζώνης, η επιλεκτικότητα έχει σημασία, όπως και πέρυσι, με τους επενδυτές να προτιμούν ευρωπαϊκές μετοχές με υψηλή έκθεση στις ΗΠΑ έναντι περισσότερων εγχώριων ή εκτεθειμένων στην Κίνα εταιρειών.
Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένοι λόγοι ελπίδας στον ορίζοντα για αυτήν την αγορά. Οι γερμανικές εκλογές στις 23 Φεβρουαρίου αυξάνουν τις προοπτικές για μια πιο φιλική προς την ανάπτυξη δημοσιονομική στάση από τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης.
Επίσης, η πιθανότητα μιας ειρηνευτικής συμφωνίας Ρωσίας/Ουκρανίας θα μπορούσε επίσης να τονώσει το συναίσθημα, ειδικά εάν οδηγήσει σε χαμηλότερες τιμές του φυσικού αερίου στην Ευρώπη.
Και, εάν οι εμπορικοί δασμοί αποδειχθούν λιγότερο αυστηροί ή υλοποιηθεί η πολυαναμενόμενη παγκόσμια ανάκαμψη της μεταποιητικής βιομηχανίας, τότε οι μετοχές της Ευρωζώνης θα μπορούσαν να έχουν μεγαλύτερη ανοδική πορεία.
Ως εκ τούτου, η UBS συνιστά στους επενδυτές δομημένες στρατηγικές που θα μπορούσαν να αποτυπώσουν δυνητικά ανοδικά περιθώρια, περιορίζοντας ταυτόχρονα τον καθοδικό κίνδυνο.