Ο νέος χάρτης της εγχώριας ασφαλιστικής αγοράς

Ποιοι βλέπουν τεράστιες προοπτικές ανάπτυξης

Ο νέος χάρτης της εγχώριας ασφαλιστικής αγοράς

 Νέα εποχή για την ελληνική ασφαλιστική αγορά σηματοδοτεί η πώληση της Εθνικής Ασφαλιστικής, που ακολούθησε την εξαγορά της Eurolife από την Fairfax  και της AIGGreece από την Calamos-Exin.  Το ενδιαφέρον των ξένων  υποδηλώνει επενδυτική ευκαιρία και μεγάλες προοπτικές ανάπτυξης, ειδικά με το δεδομένο ότι η οικονομία βρίσκεται σε σημείο turnaround. Την ίδια στιγμή ανεβαίνει ο πήχης και η απαίτηση για ισχυρότερες κεφαλαιακά εταιρείες φέρνει νέο γύρο συγκεντρωτισμού.

Της Μαρίνας Πρωτονοταρίου

Η ασφαλιστική παραγωγή στην Ελλάδα είναι στο 1% του ΑΕΠ όταν ο μέσος όρος στην ΕΕ είναι 5%, περιθώρια ανάπτυξης που πολλαπλασιάζονται αν ληφθούν υπόψιν οι εκτιμήσεις για αύξηση του ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια. Σε βάθος χρόνου αναμένεται να «κλείσει» το μεγάλο χάσμα που χωρίζει τη χώρα μας σε σύγκριση με την Ευρωπαϊκή Ένωση των 28, σε ό,τι αφορά τους δείκτες ασφαλιστική παραγωγή προς ΑΕΠ ενώ η επιδείνωση των συνθηκών στο Ασφαλιστικό θα φέρει μεσοπρόθεσμα, αύξηση των συνταξιοδοτικών προγραμμάτων.

Εξάλλου, ίδια η οικονομική κρίση έχει δημιουργήσει ευνοϊκές συνθήκες για την ανάπτυξη της ασφαλιστικής αγοράς, αφού η ανεπαρκής κοινωνική ασφάλιση και τα προβλήματα στη δημόσια υγεία στρέφουν όλο και περισσότερους στην ιδιωτική ασφάλιση. Είναι ενδεικτικό ότι ατά το πρώτο φετινό πεντάμηνο και παρά το μπαράζ των φόρων, την αβεβαιότητα και την ύφεση, η παραγωγή των προϊόντων υγείας αυξήθηκε κατά 11,3%. Σύμφωνα με έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, το ποσοστό των δαπανών για ιδιωτική ασφάλιση υγείας επί του ΑΕΠ αυξήθηκε από 0,19% το 2009, σε 0,27% το 2012, ακριβώς λόγω της δημόσιας ανεπάρκειας. Μάλιστα, τη διετία 2012-2014, το ποσοστό των Ελλήνων που επιλέγει ιδιωτική ασφάλιση αυξήθηκε κατά 60%, φθάνοντας το 38,7% το 2014, και από αυτούς περίπου το 44% λάμβανε πλήρη ιδιωτική ιατροφαρμακευτική κάλυψη.

Επίσης τα συνταξιοδοτικά προγράμματα ως επενδυτική επιλογή, γίνονται ανταγωνισιτκά, λόγω καλύτερων αποδόσεων και αναμένεται να απορροφήσουν μέρος από τις προθεσμιακές καταθέσεις των τραπεζών. Ενδεικτικά μόνο στο διάστημα 2015-2017 , η μέση απόδοση των τραπεζικών προθεσμιακών καταθέσεων ήταν μόλις 0,6%, ενώ των συνταξιοδοτικών ξεπερνούσε το 2,5% και σε αρκετές περιπτώσεις το 4%. Ετσι, ένα απλό συνταξιοδοτικό πρόγραμμα 10ετούς διάρκειας θα έχει τριπλάσιες αποδόσεις κεφαλαίων στο ίδιο χρονικό διάστημα. Επιπλέον, τα συνταξιοδοτικά προγράμματα δεν υπόκεινται ούτε στις φθορές του πληθωρισμού, τις συναλλαγματικές αναπροσαρμογές και βεβαίως δεν υπόκεινται σε ‘ κούρεμα’ σε περιπτώσεις bailin.

Η επιστροφή στην κανονικότητα η εφαρμογή κάποιου δοκιμασμένου μοντέλο από το εξωτερικό για τη σύμπραξη με το δημόσιο αυξάνει ακόμη περισσότερες τις θετικές προοπτικές του κλάδου, ενώ η απαίτηση για ισχυρές κεφαλαιακά εταιρείες θα φέρει νέο γύρο συγκεντρωτισμού.

Φερέγγυες οι ελληνικές ασφαλιστικές

Για πρώτη φορά, οι ασφαλιστικές εταιρείες δημοσίευσαν πρόσφατα την Έκθεση για την Φερεγγυότητα και την Χρηματοοικονομική Κατάσταση, τη γνωστή SFCR (SolvencyandFinancialConditionReport) .

Σύμφωνα με στοιχεία τους, οι ελληνικές ασφαλιστικές εταιρείες ξεπερνούν κατά πολύ το περιθώριο φερεγγυότητας (SCR) του 110% ( επίπεδο που η Τράπεζα της Ελλάδος καλείται να δώσει συγκεκριμένες συστάσεις ή να επιβάλλει αυξήσεις μετοχικών κεφαλαίων) και μεσοσταθμικά ξεπερνούν το 150%, ποσοστό που είναι ιδιαίτερα ικανοποιητικό για εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε μία χώρα με αυξημένο countryrisk και τα γνωστά προβλήματα της μειωμένης ρευστότητας. Η Εθνική Ασφαλιστική (που είναι η μεγαλύτερη εταιρεία του κλάδου) παρουσίασε SCR της τάξης του 165% ανεβάζοντας και τις υπόλοιπες ελληνικές εταιρείες σε υψηλότερα επίπεδα. Θετικά κινούνται και μικρότερες ασφαλιστικές: η Ευρωπαική Πίστη , η Ατλαντική Ένωση, η Ευρώπη ΑΕΓΑ, η NP Insurance, η Interasco εμφάνισαν πολύ υψηλούς δείκτες περιθωρίων φερεγγυότητας (SCR) δείγμα της σοβαρότητας με την οποία αντιμετωπίζονται τα Solvency II.

Εθνική Ασφαλιστική: Γυρίζει σελίδα

Η Εθνική Ασφαλιστική αποτελεί τη μεγαλύτερη ασφαλιστική εταιρεία της χώρας, με μερίδιο αγοράς περίπου 18% και συνολικά ασφάλιστρα 578 εκατ. ευρώ με βάση τα στοιχεία του 2016. Αν και κανείς δεν γνωρίζει την πολιτική που θα ακολουθήσουν οι νέοι ιδιοκτήτες, αν δηλαδή θα δώσουν έμφαση στις διαδικτυακές πωλήσεις, θα περιορίσουν τις προμήθειες ή θα προχωρήσουν στο άνοιγμα νέων αγορών στο εξωτερικό, ωστόσο οι επιλογές τους θα επηρεάσουν τις εξελίξεις στο σύνολο της αγοράς.

Eurolife: η αγαπημένη της Fairfax

Η απόκτηση της Eurolifeαπό τη Fairfaxαποτέλεσε μια από τις μεγαλύτερες επενδύσεις του 2016. Η Fairfax που στο χαρτοφυλάκιό της διαθέτει πάνω από 20 ασφαλιστικές εταιρείες σε ολόκληρο τον πλανήτη έδωσε το μεγαλύτερο τίμημα για την Eurolifeσυγκριτικά με τις άλλες ελληνικές εταιρείες που έχει επενδύσει.

Η Eurolifeβρίσκεται στη 2η θέση μεταξύ των ασφαλιστικών εταιρειών στην Ελλάδα με μερίδιο αγοράς περίπου 13% στις συνδυασμένες εργασίες ασφαλίσεων Ζωής και Γενικών και στην 1η θέση στις ασφαλίσεις Ζωής. Για το 2017, δίνει έμφαση στην οργανική και τη μη οργανική ανάπτυξη, την προϊοντική σύνθεση και τον ψηφιακό μετασχηματισμό. Παράλληλα, διευρύνει τα εναλλακτικά δίκτυα και ετοιμάζει και νέα, καινοτόμα προϊόντα στην ελληνική αγορά.

Ευρωπαϊκή Πίστη: Σταθερά θετική πορεία

Μετά την αποχώρηση της Τράπεζας Πειραιώς, στη μετοχική σύνθεση της Ευρωπαϊκής Πίστης συμμετέχει με ποσοστό 15% η EBRD, η είσοδος της οποίας σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας κ. Χρήστο Γεωργακόπουλο συνιστά «επαλήθευση της αξιοπιστίας και ψήφο εμπιστοσύνης» για μία αμιγώς ελληνική εταιρεία. Σημειώνεται ότι το 57,7% της Ευρωπαϊκής Πίστης ελέγχεται από εργαζομένους και συνεργάτες της εταιρείας, το 9,5% ανήκει σε άλλους θεσμικούς και το 17,7% είναι σε διασπορά. Το πρώτο πεντάμηνο του 2017 αύξησε κατά 8%-διπλάσιος από το μέσο όρο της εγχώριας αγοράς- την ασφαλιστική της δραστηριότητα. Η θετική πορεία των πρώτων πέντε μηνών της τρέχουσας χρήσης έρχεται σε συνέχεια της ανοδικής πορείας των εργασιών, που η εταιρεία είχε σημειώσει το 2016, έτος κατά το οποίο τα μεικτά εγγεγραμμένα ασφάλιστρα αυξήθηκαν κατά 3% και ανήλθαν στα 172,2 εκατ. ευρώ.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ