BNP Paribas: Προς τη σωστή κατεύθυνση οι ελληνικές τράπεζες - Τα δύο "αλλά"
Τα στοιχεία για το πρώτο τρίμηνο του 2024 δείχνουν ότι τα πράγματα συνεχίζουν να κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση
Το σημαντικό έργο εξυγίανσης που έχει πραγματοποιηθεί στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, αφότου οι τράπεζες εμφάνιζαν ζημιές-ρεκόρ ύψους 28 δισ. ευρώ το 2011 και τα κόκκινα δάνεια κορύφωσαν στο 41% το 2015 καταγράφει σε νέα έκθεσή της η BNP Paribas. Ο γαλλικός επενδυτικός οίκος διαπιστώνει, με βάση και τα μεγέθη του πρώτου τριμήνου, ότι ο κλάδος εξακολουθεί να κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση. Τονίζει, όμως, ότι οι μειώσεις των επιτοκίων θα πλήξουν τα έσοδα από τόκους και άρα την ικανότητα των τραπεζών να παράγουν κεφάλαια.
Η BNP Paribas αναφέρεται στο σημαντικό ορόσημο της επιστροφής των μερισμάτων των τραπεζών (στο 24% των κερδών του 2023 κατά μέσο όρο ή 875 εκατ. ευρώ συνολικά), καθώς θυμίζει ότι είναι το πρώτο από το 2008.
Τα συνολικά καθαρά κέρδη για τις τέσσερις τράπεζες ήταν θετικά το 2023, για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, κάτι που δεν είχε ξανασυμβεί από το 2010.
Επιπλέον, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια έχουν μειωθεί στο 3,1%, ειδικά με τη βοήθεια του προγράμματος Ηρακλής, με αποτέλεσμα να βρίσκονται κοντά στον μέσο όρο της Ευρωζώνης, που διαμορφώνεται στο 2%.
Την ίδια ώρα, ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας CET1 διαμορφώνεται στο 15,9%, υψηλότερα από τα απαιτούμενα επίπεδα και τις συστάσεις.
Συνεπώς, τα κόκκινα δάνεια έχουν επιστρέψει σε επίπεδα παρόμοια με εκείνα του 2008, αλλά τα κεφάλαια είναι διπλάσια από ό,τι ήταν τότε και κάτω από πολύ πιο αυστηρούς ορισμούς, σημειώνουν οι αναλυτές.
Αναγνωρίζοντας αυτές τις ενθαρρυντικές τάσεις, το ΤΧΣ έχει επιταχύνει την αποεπένδυσή του από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες, στις οποίες κατείχε από το 81% έως το 99% το 2013, με αποτέλεσμα να κατέχει πλέον μόνο το 18,4% της Εθνικής.
«Τα στοιχεία για το πρώτο τρίμηνο του 2024 δείχνουν ότι τα πράγματα συνεχίζουν να κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση», σημειώνει η BNP Paribas.
Όμως, οι μειώσεις των επιτοκίων της ΕΚΤ, που ξεκίνησαν στις 6 Ιουνίου, θα μειώσουν τα επιτοκιακά έσοδα των ελληνικών τραπεζών, με δεδομένο ότι οι καταθέσεις αποτελούν το 73% των συνολικών υποχρεώσεών τους, περιορίζοντας έτσι την εσωτερική δυνατότητα παραγωγής κεφαλαίου, επισημαίνεται.
Αυτό θα χαμηλώσει τον ρυθμό βελτίωσης της ποιότητας κεφαλαίου, την ώρα που σημαντικό μέρος των κεφαλαίων είναι ήδη ο αναβαλλόμενος φόρος (44% deferred tax credits και 9% deferred tax assets), για τον οποίο η δυνατότητα απορρόφησης ζημιών είναι μικρότερη σε σχέση με τα κεφάλαια CET1.