S&P: Η έξοδος του ΤΧΣ από την ΕΤΕ αποτελεί ορόσημο για την Ελλάδα - Αγκάθι τα DTCs για τις τράπεζες
Η ελληνική κυβέρνηση συνέστησε το ΤΧΣ το 2010 για να σταθεροποιήσει τον ελληνικό τραπεζικό τομέα κατά τη διάρκεια της κρίσης δημόσιου χρέους της χώρας.
Ορόσημο στην αναδιάρθρωση της ελληνικής οικονομίας μετά την κρίση, χαρακτηρίζει η S&P Global Ratings την ολοκλήρωση της πώλησης του 10% της Εθνικής Τράπεζας από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Όπως σημειώνει ο οίκος αξιολόγησης, η αναδιάρθρωση και ενοποίηση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος ολοκληρώνεται. Το τελευταίο «απομεινάρι» της κρίσης είναι ο αναβαλλόμενος φόρος (DTC), κάτι που η S&P πιστεύει ότι θα χρειαστούν χρόνια για να αντιμετωπιστεί.
«Κατά την άποψή μας, η επιτυχής πώληση των ποσοστών του ΤΧΣ στις τέσσερις συστημικές τράπεζες της Ελλάδας και η ισχυρή ζήτηση από ξένους θεσμικούς επενδυτές για τις μετοχές της Εθνικής δείχνουν το όλο και πιο θετικό κλίμα στις αγορές απέναντι στις ελληνικές τράπεζες», σημειώνει ο αναλυτής της S&P, Pierre Hollegien.
Ο ρόλος του ΤΧΣ στην ανάκαμψη
Η S&P θυμίζει ότι το ΤΧΣ μπήκε στο μετοχικό κεφάλαιο των τραπεζών στο πλαίσιο της ανακεφαλαιοποίησης του κλάδου, μετά την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους.
Ενώ το Ταμείο δεν επηρέασε άμεσα τη στρατηγική και τις λειτουργίες των τραπεζών, εντούτοις συνέβαλε στην επιτυχή ανάκαμψή τους, τονίζει ο οίκος.
Με τη στήριξη του ΤΧΣ, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα συγκεντρώθηκε σημαντικά, με τις τέσσερις συστημικές τράπεζες και την Attica Bank να ευθύνονται τώρα για το 98% του ενεργητικού του κλάδου, έναντι 68% στα τέλη του 2007. Οι προσπάθειες αναδιάρθρωσης βελτίωσαν την αποδοτικότητα των τραπεζών και μείωσαν τον μέσο δείκτη κόστους/έσοδα του κλάδου στο 32,4%, που είναι ο δεύτερος καλύτερος στην Ε.Ε.
Οι ισολογισμοί είναι πλέον υγιείς, καθώς τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα διαμορφώνονται στο 3,6% για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες και στο 6,9% για το σύνολο του τραπεζικού συστήματος, έναντι του 48,6% όπου είχαν φτάσει τον Μάρτιο του 2018.
Με την αποεπένδυση του ΤΧΣ, αίρονται οι περιορισμοί για τη διαχείριση των κεφαλαίων των τραπεζών, επιτρέποντάς τους να επιδιώξουν μια πιο ενεργή σχετική στρατηγική, παρόμοια με εκείνη των ξένων τραπεζών. Στο πλαίσιο αυτό, οι τράπεζες επανέφεραν τα μερίσματά τους, έπειτα από τουλάχιστον δέκα χρόνια και τώρα αυξάνουν τις πληρωμές προς το 40-50% των κερδών. Επίσης, κάποιες τράπεζες έχουν κάνει επιχειρηματικές συμφωνίες, όπως η απόκτηση πλειοψηφικού ποσοστού στην Ελληνική Τράπεζα από τη Eurobank. Πάντως, η S&P τονίζει ότι περαιτέρω deals και επιπλέον πληρωμές προς μετόχους αναμένεται να επιβαρύνουν τα κεφάλαια των τραπεζών.
Από την άλλη πλευρά, η βελτίωση του επενδυτικού κλίματος απέναντι στις ελληνικές τράπεζες, που φάνηκε και από την στρατηγική συνεργασία της Alpha Bank με την UniCredit (την πρώτη με μεγάλη ευρωπαϊκή τράπεζα εδώ και πάνω από δέκα χρόνια), αναμένεται να στηρίξει την πρόσβαση του κλάδου στις αγορές ομολόγων, την κεφαλαιακή ευελιξία και τα προφίλ χρηματοδότησης.
«Αγκάθι» τα DTCs
Το τελευταίο απομεινάρι της κρίσης είναι, σύμφωνα με την S&P, το υψηλό μερίδιο των DTCs στα κεφάλαια των τραπεζών, κάτι που επιβαρύνει το αξιόχρεο του κλάδου, καθώς η ενεργοποίηση των DTCs θα οδηγούσε στο dilution των μετοχών και αυτό λειτουργεί ως αντικίνητρο στις τράπεζες για τη χρήση τους.
Η S&P σημειώνει ότι η αντιμετώπιση του ζητήματος του αναβαλλόμενου φόρου θα χρειαστεί χρόνια, καθώς οι συστημικές τράπεζες σχεδιάζουν να μειώσουν το μερίδιο των DTCs περίπου στο 30% έως το 2026 και κάτω από το 20% έως το 2030, μέσω οργανικής παραγωγής κεφαλαίων και αποσβέσεων.