Με 50% εξωστρέφεια απάντησαν τα ελληνικά διυλιστήρια στην κρίση
ακολουθούμενη σε μεγάλη απόσταση από τον Λίβανο (7%), τη Λιβύη (6%) και τη FYROM, το Γιβραλτάρ και τη Σιγκαπούρη (από 5%).
Τα ελληνικά διυλιστήρια στράφηκαν τα τελευταία χρόνια στις εξαγωγές, προκειμένου να καλύψουν τις απώλειες από την εσωτερική αγορά λόγω της κρίσης με αποτέλεσμα σήμερα να διαθέτουν το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής τους στο εξωτερικό.
Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) για τον κλάδο διύλισης.
Όπως επισημαίνεται, από το 2008 ως το 2013 ο όγκος πωλήσεων στην εσωτερική αγορά μειώθηκε σωρευτικά κατά 38%, με ποσοστά που κυμαίνονται από -23% για το ναυτιλιακό ντίζελ έως -70% για το πετρέλαιο θέρμανσης (το ΙΟΒΕ επισημαίνει πάντως ότι οι ρυθμοί μείωσης των πωλήσεων επιβραδύνθηκαν το 2013 και εκτιμά ότι η ζήτηση θα σταθεροποιηθεί το 2014, εφόσον σταθεροποιηθεί η εγχώρια οικονομία και παραμείνουν αμετάβλητες οι διεθνείς τιμές ενέργειας και οι φόροι στα καύσιμα).
Ωστόσο το 2012, έτος κατά το οποίο η εγχώρια ζήτηση συρρικνώθηκε κατά 21%, σημειώθηκε ιστορικά υψηλό επίπεδο παραγωγής προϊόντων πετρελαίου. Αυτό οφείλεται σύμφωνα με το ΙΟΒΕ στην αλματώδη αύξηση των εξαγωγών, οι οποίες το 2012 υποσκέλισαν ακόμα και τη συνολική εγχώρια τελική ζήτηση (περιλαμβανομένων των πωλήσεων καυσίμων στην ποντοπόρο ναυτιλία).
Το εμπορικό ισοζύγιο από το 2010 γίνεται έντονα πλεονασματικό ενώ το 2012 το εμπορικό πλεόνασμα στα προϊόντα πετρελαίου υπερδιπλασιάστηκε και ο βαθμός εξωστρέφειας του κλάδου (εξαγωγές/ παραγωγή) ξεπέρασε το 50%.
Η αξία των εξαγωγών προϊόντων πετρελαίου έφθασαν το 2012 τα 10,3 δισ. ευρώ, μέγεθος που αντιπροσωπεύει το 37,5% στο σύνολο των εξαγωγών προϊόντων της χώρας, από 8,4% μια δεκαετία νωρίτερα. Επίσης, το 86% των εξαγωγών καυσίμων κατευθύνονται σε χώρες εκτός ΕΕ.
Στη μελέτη επισημαίνεται ακόμη ότι αν εκτός από την άμεση συμβολή ληφθούν υπόψη οι έμμεσες και προκαλούμενες επιδράσεις του κλάδου στην οικονομία, εκτιμάται ότι ο κλάδος διύλισης συνεισέφερε το 2012 περίπου 3,8 δισ. ευρώ εγχώριου προϊόντος (2% του ΑΕΠ) και περισσότερες από 40.000 θέσεις εργασίας στην εθνική οικονομία.
Τονίζεται πάντως ότι η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών διυλιστηρίων, η οποία αποτελεί αναγκαία συνθήκη για τη βιωσιμότητά τους και τη διατήρηση της ιδιαίτερα σημαντικής συνεισφοράς τους στην εθνική οικονομία, δεν είναι εξασφαλισμένη, καθώς επηρεάζεται από πλήθος εξωγενών για τον κλάδο παραγόντων. Μεταξύ αυτών η νομοθεσία και οι υπό διαμόρφωση πολιτικές της ΕΕ που δημιουργούν σημαντικό πρόσθετο βάρος στον κλάδο διύλισης, ενώ σε εθνικό επίπεδο η ανάγκη δημοσιονομικής προσαρμογής και η ύφεση δημιούργησαν συνθήκες που αυξάνουν το κόστος ενέργειας και επιβαρύνουν σημαντικά το κόστος παραγωγής.