Το «ξεπούλημα» στις τραπεζικές μετοχές και τα «κόκκινα» δάνεια
Ένα επικίνδυνο «κοκτέιλ» αστάθειας δημιουργούν στην χρηματιστηριακή αγορά η αβεβαιότητα με τη διαπραγμάτευση για την περικοπή των συντάξεων και η αδυναμία αντιμετώπισης των «κόκκινων» δανείων.
Στο ελληνικό χρηματιστήριο σημειώθηκε χθες μαζική έξοδος επενδυτών από τις τραπεζικές μετοχές με τις ημερήσιες απώλειες να προσεγγίζουν το 9% και να πιέζουν τον κλαδικό τους δείκτη σε χαμηλό 2,5 ετών.
Η ένταση των ρευστοποιήσεων, σύμφωνα με αναλυτές, προεξοφλεί αδυναμία των τραπεζών να επιτύχουν τους στόχους μείωσης των «κόκκινων» δανείων χωρίς να πληγεί η κερδοφορία τους και να χρειαστεί νέα αύξηση του μετοχικού τους κεφαλαίου.
Σύμφωνα με τον επιχειρησιακό σχεδιασμό των τεσσάρων συστημικών ομίλων, τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα θα πρέπει να μειωθούν σε επίπεδα κάτω του 20% κατά μέσο όρο μέχρι και το 2021 από 45% περίπου σήμερα.
Πρόκειται για μία προσαρμογή της τάξεως των 53 δισ. ευρώ, η οποία για να επιτευχθεί εντός του χρονοδιαγράμματος που έχουν αποστείλει οι ελληνικές τράπεζες προς έγκριση στον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM) της ΕΚΤ προϋποθέτει μεγαλύτερη βελτίωση των μακροοικονομικών προοπτικών της χώρας.
Την ίδια στιγμή αβεβαιότητα προκαλεί και το εγχώριο πολιτικό περιβάλλον καθώς παραμένει σε εκκρεμότητα το ζήτημα της περικοπής των συντάξεων, για το οποίο η κυβέρνηση διαπραγματεύεται με τους θεσμούς.
Οι αγορές φοβούνται πως ενδεχόμενη μονομερής αναβολή του μέτρου από την ελληνική πλευρά θα προκαλέσει πλήγμα στην αξιοπιστία της χώρας και θα θέσει εν αμφιβόλω την επίτευξη των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα των επόμενων ετών.
Ο ίδιος κίνδυνος όμως υπάρχει ακόμη και αν επιτευχθεί με τους εταίρους συμβιβασμός για μη εφαρμογή των μειώσεων από την 1.1.2019, εφόσον μία τέτοια απόφαση ερμηνευτεί από τους επενδυτές ως ακύρωση ενός μέτρου διαρθρωτικού και όχι δημοσιονομικού χαρακτήρα.