ΙΟΒΕ: Στα 6,1 δισ. ευρώ η συμμετοχή των γερμανικών επιχειρήσεων στην οικονομία
Μελέτη με τίτλο "Το αποτύπωμα του γερμανικού επιχειρείν στην ελληνική οικονομία"
Στα 6,1 δισ. ευρώ υπολογίζεται το αποτύπωμα του γερμανικού επιχειρείν στην ελληνική οικονομία ενώ οι ελληνογερμανικές σχέσεις αναπτύσσουν μια ισχυρή δυναμική και οι προοπτικές για περαιτέρω συνεργασία προβλέπονται ευοίωνες.
Αυτά ανέφεραν οι ομιλητές σε εκδήλωση του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) που παρουσιάστηκε μελέτη για τις οικονομικές σχέσεις, τόσο σε όρους εμπορίου όσο και επενδύσεων, μεταξύ Ελλάδας- Γερμανίας και τη συμβολή τους στην εγχώρια οικονομία
Όπως προκύπτει από τη μελέτη με τίτλο "Το αποτύπωμα του γερμανικού επιχειρείν στην ελληνική οικονομία", που πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με το Ελληνογερμανικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο, η Γερμανία αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους εμπορικούς και επενδυτικούς εταίρους της Ελλάδας, αποτέλεσμα της ανάπτυξης στενών επιχειρηματικών επαφών μεταξύ των χωρών σε βάθος δεκαετιών.
Η συνολική συμβολή των εταιριών-μελών του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου στην εγχώρια οικονομία, λαμβάνοντας υπόψη τις αλληλεπιδράσεις με άλλους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας, εκτιμάται το 2019 σε 3,3% του ΑΕΠ ή σε 6,1 δισ. ευρώ.
Στην τοποθέτησή του ο αναπληρωτής υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Νίκος Παπαθανάσης, τοποθετούμενος στο πλαίσιο της εκδήλωσης τόνισε ότι «τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν αποτελούν ακόμη μία απόδειξη της ισχυρής διμερούς συνεργασίας, με μεγάλα οφέλη τόσο για την Ελλάδα όσο και για τη Γερμανία» και προσέθεσε: «Τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας μας σε συνδυασμό με τις μεταρρυθμίσεις που προωθεί η κυβέρνηση, μετατρέπουν με γοργούς ρυθμούς την Ελλάδα σε ισχυρό φιλοεπενδυτικό προορισμό. Ήδη, πολλοί γερμανικοί όμιλοι δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, δημιουργώντας νέες επιχειρηματικές ευκαιρίες και περισσότερες θέσεις εργασίας. Οι ελληνογερμανικές σχέσεις αναπτύσσουν μια ισχυρή δυναμική και οι προοπτικές για περαιτέρω συνεργασία είναι εξαιρετικά ευοίωνες».
Στον χαιρετισμό του, ο πρόεδρος του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου, Κωνσταντίνος Μαραγκός, αναφερόμενος στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης που παρουσίασε προ ημερών η κυβέρνηση, τόνισε, μεταξύ άλλων: «Στη νέα επενδυτική εκκίνηση της χώρας, η γερμανική επιχειρηματική κοινότητα έχει ήδη εκδηλώσει το ενδιαφέρον της να αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο σε τομείς όπως η ενέργεια, η καινοτομία κι οι νέες τεχνολογίες, η παραγωγή φαρμάκων, η αγροδιατροφή, ο τουρισμός, τα logistics κι οι υποδομές. Οι Γερμανοί επενδυτές θα δράσουν μεθοδικά εμπιστευόμενοι την Ελλάδα, αναγνωρίζοντας τις ευκαιρίες που προσφέρει, ιδιαίτερα σήμερα που η επανεκκίνηση της εγχώριας οικονομίας θα είναι ταυτόχρονη με την επανεκκίνηση της ευρωπαϊκής οικονομίας». Τέλος, επεσήμανε ότι, στην προσπάθεια αυτή, το Ελληνογερμανικό Επιμελητήριο θα παραμείνει δυναμικός αρωγός των παραγωγικών υπουργείων. «Πρόθεσή μας είναι να ενδυναμώσουμε τον ήδη ισχυρό δίαυλο επικοινωνίας και συνεργασίας μεταξύ της ελληνικής και της γερμανικής επενδυτικής κοινότητας» σημείωσε.
Η μελέτη παρουσιάστηκε από τον γενικό διευθυντή του ΙΟΒΕ, καθηγητή Νίκο Βέττα και τον υπεύθυνο τμήματος Μικροοικονομικής Ανάλυσης και Πολιτικής του ΙΟΒΕ, Svetoslav Danchev. Ο κ. Βέττας ανέφερε πως η μελέτη αναλύει την ισχυρή σχέση ανάμεσα στις οικονομίες της Ελλάδας και της Γερμανίας και εκτιμά το σχετικό όφελος από την επιχειρηματική δραστηριότητα γερμανικών επιχειρήσεων, τόνισε όμως πως υπάρχει πολύ μεγάλο περιθώριο περαιτέρω ανάπτυξης τόσο για ελληνικές εξαγωγές στην Γερμανία όσο και για γερμανικές επενδύσεις που μπορούν να φέρουν νέα κεφάλαια και τεχνολογία.
Στην παρέμβασή του ο κ. Deutscher, Managing Director της TeamViewer Greece, υπογράμμισε ότι στις προθέσεις της εταιρείας είναι να δημιουργήσει ένα τεχνολογικό πάρκο στα Ιωάννινα για τη φιλοξενία επιχειρήσεων του κλάδου, καθώς και να αυξήσει, σε διάστημα ενός έτους, στους 200 τους απασχολούμενους στον Δυναμικό Τεχνολογικό Κόμβο που ήδη λειτουργεί στην πόλη. Τέλος, αναφερόμενους στους λόγους για τους οποίους η TeamViewer επέλεξε τα Ιωάννινα για να επενδύσει στην Ελλάδα, σημείωσε ότι σταθμίστηκαν παράγοντες όπως το υψηλό επιστημονικό δυναμικό και η σύνδεση της πόλης με διεθνείς υποδομές, όπως και με τους «ψηφιακούς αυτοκινητοδρόμους».