Δανεισμός εργαζομένων σε άλλη επιχείρηση
Τη σημερινή εποχή η παραδοσιακή σχέση εργοδότη και εργαζομένου τείνει να εκλείψει, αφού δεν είναι λίγες οι φορές που ο εργαζόμενος παρέχει τις υπηρεσίες του σε έτερο πρόσωπο από αυτό με το οποίο συμβλήθηκε. Ο εργαζόμενος, δηλαδή, «δανείζεται» από τον αρχικό του εργοδότη σε κάποιον τρίτο, ο οποίος τον χρησιμοποιεί για την κάλυψη των επιχειρησιακών αναγκών του.
Υπάρχουν δύο είδη δανεισμού εργαζομένων, τα οποία θα πρέπει να διακρίνουμε. Η πρώτη περίπτωση αφορά τον γνήσιο (απλό) δανεισμό. Στην περίπτωση αυτή, ο εργοδότης καταρτίζει σύμβαση με τρίτο πρόσωπο, σύμφωνα με την οποία δεσμεύεται ότι θα του παραχωρήσει τον μισθωτό με τον οποίο ο ίδιος έχει συνάψει σύμβαση εργασίας για ορισμένο ή αόριστο χρονικό διάστημα. Η συμφωνία αυτή, αν και δεν προβλέπεται σε κάποια ειδική νομοθετική διάταξη, θεωρείται έγκυρη και νόμιμη, ως απορρέουσα από την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (αρ. 361 ΑΚ). Για να αποκτήσει όμως, ο τρίτος αξίωση παροχής εργασίας εκ μέρους του παραχωρούμενου μισθωτού, ο τελευταίος θα πρέπει να συναινέσει σε τούτο. Η συναίνεση του εργαζομένου δύναται να λάβει χώρα με οποιοδήποτε τρόπο, ρητώς ή σιωπηρώς.
Το φαινόμενο του γνήσιου δανεισμού παρατηρείται πολύ συχνά σε ομίλους επιχειρήσεων. Σε πολλές περιπτώσεις λοιπόν, περιλαμβάνεται ως όρος στη σύμβαση εργασίας ότι ο εργοδότης έχει το δικαίωμα να παραχωρήσει τον εργαζόμενο σε άλλη εταιρία του ομίλου. Εφόσον δε ο μισθωτός έχει υπογράψει τη σύμβαση εργασίας, θεωρείται ότι έχει παράσχει και τη συγκατάθεσή του σε ενδεχόμενο δανεισμο.
Το δεύτερο είδος δανεισμού είναι ο μη γνήσιος δανεισμός ή σύμβαση προσωρινής απασχόλησης, ο οποίος αναπτύχθηκε αρχικά ως τρόπος αντιμετώπισης πρόσκαιρων αναγκών των επιχειρήσεων. Στην περίπτωση αυτή, ο εργαζόμενος καταρτίζει σύμβαση εργασίας αορίστου ή ορισμένου χρόνου με μία Επιχείρηση Προσωρινής Απασχόλησης (ΕΠΑ), σύμφωνα με την οποία δεσμεύεται ότι θα παρέχει την εργασία του, όπου αυτή θα του υποδεικνύει.
Οι ΕΠΑ έχουν ακριβώς ως δραστηριότητα την προμήθεια επιχειρήσεων με εργαζομένους διαφόρων ειδικοτήτων. Τον εργαζόμενο τον προσλαμβάνει η ΕΠΑ που οργανώνει και τον δανεισμό του, ενώ παράλληλα ως εργοδότης είναι επιφορτισμένη και με την υποχρέωση καταβολής του μισθού. Συνεπώς, ο μισθωτός δεν συνδέεται με σύμβαση εργασίας με τον τρίτο- έμμεσο εργοδότη-, στον οποίο απλά παρέχει την εργασία του. Ο έμμεσος εργοδότης δεν έχει όλα τα δικαιώματα που απορρέουν καταρχήν από το διευθυντικό δικαίωμα, αλλά μόνο όσα σχετίζονται με την οργάνωση και την παροχή της εργασίας.
Ο θεσμός της προσωρινής απασχόλησης ρυθμίστηκε πρώτη φορά από τον Ν 2956/2001. Ο συγκεκριμένος νόμος δέχτηκε πολλές τροποποιήσεις, ενώ ήδη σήμερα μετά την έκδοση της Οδηγίας 2008/104/ΕΚ, ο Έλληνας νομοθέτης εξέδωσε τον Ν 4052/2012, ο οποίος ισχύει με ορισμένες αλλαγές έως και σήμερα.
Ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα της προσωρινής απασχόλησης είναι η διάρκεια αυτής, δηλαδή για πόσο χρονικό διάστημα μπορεί ο εργαζόμενος να παραχωρείται στον έμμεσο εργοδότη. Σύμφωνα με τον νόμο, η διάρκεια δανεισμού του μισθωτού δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερη από τριάντα έξι (36) μήνες. Ως κύρωση δε της τυχόν υπέρβασης των νόμιμων χρονικών ορίων, προβλέπεται η μετατροπή της σύμβασης προσωρινής απασχόλησης σε σύμβαση αορίστου χρόνου με τον έμμεσο εργοδότη. Πάντως, μετά την πάροδο είκοσι τριών (23) ημερών είναι δυνατή η εκ νέου προσωρινή απασχόληση στον ίδιο έμμεσο εργοδότη. Βέβαια, τυχόν επαναλαμβανόμενες ανανεώσεις, ακόμη και αν μεσολαβεί το διάστημα των 23 ημερών, ενδέχεται να θεμελιώνουν ζητήματα κατάχρησης εκ μέρους τόσο της ΕΠΑ ως άμεσου εργοδότη, όσο και του έμμεσου.
Η πρόβλεψη αυτή του νόμου σχετικά με τη διάρκεια της προσωρινής απασχόλησης, εγείρει εύλογες αμφιβολίες σχετικά με τη φύση του συγκεκριμένου θεσμού, ο οποίος τείνει να απωλέσει τον πρόσκαιρο χαρακτήρα του και να υποκαταστήσει τη μόνιμη απασχόληση.
*Ο Γιάννης Καρούζος είναι δικηγόρος-εργατολόγος. Είναι απόφοιτος της Νομικής Σχολής Αθηνών και Μεταπτυχιακός Διπλωματούχος της Σχολής Εργατικού και Συνδικαλιστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Τεργέστης στην Ιταλία, με ειδίκευση στο Εργατικό Δίκαιο, Εργασιακές Σχέσεις, Ευρωπαϊκό Εργατικό Δίκαιο, Δίκαιο Κοινωνικής Ασφάλισης. Έχει πολύχρονη εμπειρία και πείρα συμβουλεύοντας δεκάδες Σωματεία Εργαζομένων και Επιχειρήσεις σε εργασιακά θέματα. Διατέλεσε Σύμβουλος σε τρία Υπουργεία της Ελληνικής Δημοκρατίας και υπήρξε επί έτη ενεργό μέλος του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας. Είναι μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Εργατικού Δικαίου και Κοινωνικής Ασφάλισης. Είναι Μεσολαβήτης, Μέλος του Σώματος Μεσολαβητών του Οργανισμού Μεσολάβησης Διαιτησίας (ΟΜΕΔ). Υπήρξε επίσης σύμβουλος στην Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή της Ελλάδος (Ο.Κ.Ε). Δημοσιεύει άρθρα και μελέτες σε νομικά περιοδικά εργατικού δικαίου και εργασιακών σχέσεων και σε εφημερίδες.
Περισσότερα στην ιστοσελίδα https://dikigorosergatologos.gr