Wood & Company: Οι κίνδυνοι για τη φετινή ανάπτυξη - "Βαρίδι" για την ελληνική οικονομία η ακρίβεια
Τα ανησυχητικά σινιάλα
Η Wood & Company επισημαίνει ότι κατανάλωση, ο πληθωρισμός, όπως τον αντιλαμβάνονται οι καταναλωτές, και οι μισθοί δείχνουν μια εικόνα που δεν είναι αισιόδοξη για την Ελλάδα και υπάρχουν κίνδυνοι για την ανάπτυξη φέτος.
Ο οίκος υπογραμμίζει ειδικά για το ΑΕΠ ότι είναι δύσκολο να εκτιμηθούν οι προοπτικές τη δεδομένη χρονική στιγμή, καθώς αυτό διαμορφώνεται σε μεγάλο βαθμό από τις επενδύσεις και οι οποίες είναι δυσκολότερο να εκτιμηθούν σε μηνιαία βάση. Η εκτίμησή της για το πραγματικό ΑΕΠ και την ανάπτυξη είναι στο 2,8% φέτος, αλλά αντιμετωπίζει σημαντικούς καθοδικούς κινδύνους, λόγω της αργής ανάκαμψης της κατανάλωσης.
«Σε αυτό το έκτακτο σημείωμα, παρέχουμε μια επισκόπηση των αποτελεσμάτων για τις δαπάνες λιανικής που ανακοινώθηκαν την περασμένη εβδομάδα. Όλες οι χώρες της κεντρικής Ευρώπης και η Ελλάδα παρουσιάζουν βελτιώσεις, αλλά ο ρυθμός αυτής της εξομάλυνσης παραμένει, στις περισσότερες περιπτώσεις, περιορισμένος από ένα ακόμη εμφανές χάσμα μεταξύ αυτού που φαίνεται να είναι ένα περιβάλλον χρυσής ισορροπίας υψηλών πραγματικών μισθών και χαμηλής ανεργίας, και της πραγματικότητας της περιορισμένης αγοραστικής δύναμης και των παρατεταμένων ανησυχιών για την κατεύθυνση της οικονομίας, παρά το χαμηλό ποσοστό ανεργίας. Αυτή η απόκλιση μεταξύ αυτού που “φαίνεται” και αυτού που “είναι” είναι η πιο έντονη στην Ελλάδα και η λιγότερο σοβαρή στην Τσεχία. Επιπλέον, το μεγαλύτερο μέρος της κατανάλωσης φέτος παραμένει καθοδηγούμενο από τη δυναμική του εισοδήματος: τα νοικοκυριά είναι εποικοδομητικά για τις οικονομικές προοπτικές και έχουν αυξήσει τα αποταμιευτικά τους αποθέματα, οπότε οδεύουν προς την απελευθέρωση ζήτησης. Κοιτάζοντας προς το 2025, αναμένουμε ότι οι βελτιώσεις θα συνεχιστούν, αλλά θα εξαρτηθούν όλο και περισσότερο από την εξελισσόμενη νομισματική χαλάρωση και την ανάκαμψη του όγκου των εξαγωγών που θα προκύψει από το 3ο τρίμηνο του τρέχοντος έτους», επισημαίνει ο οίκος.
Οι τρεις καταλύτες για την Ελλάδα
Τα τρία σημεία που εστιάζει η Wood & Company είναι:
1. Τα αργοπορημένα στοιχεία για την κατανάλωση που ανακοινώνει η χώρα με ένα μήνα καθυστέρηση,
2. Οι έρευνες καταναλωτών που δείχνουν ότι οι δείκτες εμπιστοσύνης αγωνίζονται να κινηθούν ανοδικά από την περασμένη άνοιξη έτους στην ΕΕ, παρά το γεγονός ότι το ποσοστό ανεργίας παραμένει σταθερό ή μειώνεται, και αυτό το παράδοξο είναι το πιο έντονο στην Ελλάδα,
3. Το μεγάλο χάσμα μεταξύ της αντίληψης για το τι ‘φαίνεται να συμβαίνει’ και ‘της πραγματικότητας’ για τη συντριπτική πλειοψηφία των καταναλωτών.
«Σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία που ανακοίνωσε η ΕΛΣΤΑΤ, ο κύκλος εργασιών στο λιανικό εμπόριο μειώθηκε κατά 3,8% σε ετήσια βάση τον Φεβρουάριο και κατά 9,8% σε ετήσια βάση, σε όρους όγκου. Η κατανομή δείχνει αδυναμία σε όλες τις κατηγορίες, συμπεριλαμβανομένων των καυσίμων (μείωση κατά 11% σε ετήσια βάση σε αξία και -9,8% σε ετήσια βάση σε όρους όγκου) και στα τρόφιμα (-2,6% σε ετήσια βάση σε αξία, -8% σε ετήσια βάση σε όγκο)», εξηγεί ο οίκος.
Τα αποτελέσματα αυτά αναδεικνύουν ότι η Ελλάδα υστερεί σε σχέση μις υπόλοιπες χώρες (Τσεχία, Ρουμανία, Πολωνία και Ουγγαρία) αλλά και την Ευρωζώνη, όσον αφορά το πρότυπο ανάκαμψης των δαπανών. Τα τελευταία στοιχεία δείχνουν ότι για τα αναγκαία είδη, η ζήτηση έχει ανακάμψει και σε ορισμένες χώρες οι δαπάνες παρουσιάζουν δειλά σημάδια βελτίωσης. Η Ελλάδα δημοσιεύει στοιχεία για την κατανάλωση ένα μήνα αργότερα από ότι οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Επίσης, φέτος το Πάσχα έπεσε σε διαφορετικό μήνα σε σχέση με το 2023.
«Δεύτερον, οι έρευνες καταναλωτών δείχνουν ότι οι δείκτες εμπιστοσύνης αγωνίζονται να κινηθούν ανοδικά από την περασμένη άνοιξη έτους στην ΕΕ, παρά το γεγονός ότι το ποσοστό ανεργίας παραμένει σταθερό ή μειώνεται, και αυτό το παράδοξο είναι το πιο έντονο στην Ελλάδα. Οι καταναλωτές αναφέρουν πολύ μικρή βελτίωση του αντιλαμβανόμενου πληθωρισμού. Αυτό σημαίνει ότι παρόλο που ο μετρούμενος πληθωρισμός στην Ελλάδα ήταν 3,2% σε ετήσια βάση τον Μάρτιο, οι έρευνες δείχνουν ότι τα νοικοκυριά αισθάνονται πιθανότατα τριπλάσιο ρυθμό. Τον Απρίλιο, οι καταναλωτές ανέφεραν μια σημαντική βελτίωση στην κατάσταση της οικονομίας και των αποταμιεύσεών τους, αλλά, μέχρι τον Μάρτιο, οι έρευνες αναφέρουν πολύ μικρή βελτίωση στην οικονομική τους κατάσταση και την οικονομία συνολικά. Αυτό συμβαίνει παρά τη σταθερή μείωση της ανεργίας», αναλύει ο οίκος.
«Τρίτον, υπάρχει ένα μεγάλο χάσμα μεταξύ της αντίληψης για το τι ‘φαίνεται να συμβαίνει’ και ‘τι πραγματικά συμβαίνει’ τη συντριπτική πλειοψηφία των καταναλωτών. Η αγορά εργασίας στην Ελλάδα φαίνεται επιφανειακά να είναι πολύ ισχυρή. Το ποσοστό ανεργίας συνεχίζει να μειώνεται κάθε μήνα, φθάνοντας στο 10,4% τον Μάρτιο, από 28% το 2013. Ο κατώτατος μισθός έχει αυξηθεί κατά αθροιστικά 41,6% από το 2018, και ανέρχεται σήμερα σε 830 ευρώ τον μήνα. Ωστόσο, η προσαρμογή αυτή πιθανώς υπερεκτιμά την πραγματική αποζημίωση που λαμβάνουν τα άτομα με τον κατώτατο μισθό, δεδομένου ότι η φοροδιαφυγή από τις υποχρεώσεις κοινωνικής ασφάλισης παραμένει συχνή. Επιπλέον, οι διαπραγματεύσεις για τις εθνικές συμβάσεις τα τελευταία δύο χρόνια αποκαλύπτουν υψηλό βαθμό συμφωνιών χωρίς αυξήσεις μισθών, γεγονός που σημαίνει ότι οι καταναλωτές χάνουν αγοραστική δύναμη από τους μισθούς τους και από τις αποταμιεύσεις τους, οι οποίες εξακολουθούν να βρίσκονται πολύ συχνά σε μετρητά. Σύμφωνα με τις μηνιαίες ενημερώσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο του 2024, υπογράφηκαν 37 νέες επιχειρησιακές συμβάσεις οι οποίες κάλυπταν 31.862 εργαζόμενους. Από αυτές, οι 16 συμφωνίες προέβλεπαν αυξήσεις μισθών, ενώ οι υπόλοιπες δεν προέβλεπαν καμία μισθολογική αλλαγή. Τον Ιανουάριο-Δεκέμβριο 2023, υπογράφηκαν 209 νέες συμφωνίες σε επίπεδο επιχείρησης, που κάλυπταν 137.179 εργαζόμενους. Από αυτές, 59 συμφωνίες προέβλεπαν αυξήσεις μισθών, ενώ οι υπόλοιπες δεν προέβλεπαν αλλαγές στους μισθούς. Τον Ιανουάριο- Δεκέμβριο του 2022, είχαν υπογραφεί 217 νέες συμφωνίες σε επίπεδο επιχείρησης, που κάλυπταν 168.472 εργαζόμενους- από αυτές, 80 προέβλεπαν αυξήσεις μισθών, ενώ οι υπόλοιπες δεν προέβλεπαν καμία αλλαγή μισθών», εξηγεί η Wood & Company.
«Από την ‘άλλη, υπάρχουν και καλά νέα. Φαίνεται να υπάρχει μια ήπια βελτίωση στην καταναλωτική πίστη, όταν συνδυάζεται με μια μικρή ακόμη αύξηση της εμπιστοσύνης, όπως αναφέρθηκε τον Απρίλιο. Αυτό μας οδηγεί να αναμένουμε βελτίωση το β’ τρίμηνο. Ωστόσο, όσον αφορά το μέγεθος των κερδών και τον ρυθμό της ανάκαμψης, μέχρι να δούμε σημαντικές βελτιώσεις στην αντίληψη του πληθωρισμού μεταξύ των νοικοκυριών, η ομαλοποίηση της κατανάλωσης φαίνεται να είναι απρόσιτη. Όσον αφορά τον αντίκτυπο στο ΑΕΠ, φαίνεται εύλογο ότι το πρώτο φετινό τρίμηνο, η κατανάλωση συρρικνώθηκε σε τριμηνιαία βάση, μετά από μια ζωηρή ανάκαμψη κατά 1,4% σε τριμηνιαία βάση σε πραγματικούς όρους το τέταρτο τρίμηνο πέρυσι, συνεχίζοντας την επέκτασή της το β’ τρίμηνο φέτος», καταλήγει ο οίκος.