UBS: Οι λόγοι που εριξε ρυθμούς η ελληνική οικονομία το 2023 - "Βλέπει" ανάπτυξη 2,5% το 2024
Οι κινητήριες δυνάμεις του 2024 και ο ρόλος του πληθωρισμού
Στην υποβάθμιση των εκτιμήσεών της για την ελληνική οικονομία προχωρά η UBS, προβλέποντας ότι το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 2,5% φέτος (από 3% προηγουμένως). Όπως εξηγούν οι αναλυτές, παρότι οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας φαίνονται οριακά ασθενέστερες από ό,τι περίμεναν προηγουμένως, εντούτοις τα βασικά χαρακτηριστικά της βελτίωσής της εξακολουθούν να ισχύουν.
Ειδικότερα, ο οίκος ποντάρει:
– Στην ικανότητα της Ελλάδας να αξιοποιεί τα κοινοτικά κεφάλαια (σχεδόν 40 δισ. ευρώ ή 18% του ΑΕΠ).
– Στον ισχυρό τουρισμό.
– Στον χαμηλό πληθωρισμό, με τον πληθωρισμό των τροφίμων να σημειώνει επίσης μείωση.
– Στην πειθαρχημένη δημοσιονομική πολιτική.
– Στην ικανότητα των τραπεζών να ενισχύσουν τον δανεισμό με τη βοήθεια των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Η UBS σημειώνει ότι οι παράγοντες αυτοί έχουν ήδη συμβάλει στην επιτυχία της Ελλάδας στις πρόσφατες επιχειρηματικές συναλλαγές (IPO του Διεθνούς Αεροδρομίου Αθηνών και placement ύψους 1,4 δισ. ευρώ στην Τράπεζα Πειραιώς) αλλά και στην άντληση 4 δισ. ευρώ από την έκδοση 10ετούς ομολόγου.
Στο πλαίσιο αυτό, οι αναλυτές επισημαίνουν ότι οι νέες προβλέψεις τους για την ελληνική οικονομία ευθυγραμμίζονται με εκείνες της Τράπεζας της Ελλάδος και παραμένουν αισθητά πιο αισιόδοξες από το consensus, το οποίο περιμένει ανάπτυξη 1,5% φέτος.
Πού οφείλεται η επιβράδυνση του 2023
Όπως επισημαίνει η UBS, η ελληνική οικονομία εμφάνισε επιβράδυνση το 2023, με ρυθμούς ανάπτυξης 2%, έναντι 5,6% το 2022. Το δ΄ τρίμηνο, η τριμηνιαία ανάπτυξη ήταν μόλις 0,2%.
Ο οίκος αποδίδει την εξέλιξη αυτή σε δύο λόγους:
– Πρώτον, οι επενδύσεις μειώθηκαν κατά 2,6% σε τριμηνιαία βάση το δ΄ τρίμηνο του 2023, με αποτέλεσμα να εμφανίσουν αύξηση μόνο 4% στο σύνολο του 2023, έπειτα από αύξηση 11,7% το 2022. «Αν και είναι δύσκολο να εντοπίσουμε τους ακριβείς λόγους, πιστεύουμε ότι οι πιο αργές εισροές κοινοτικών κεφαλαίων μπορεί να έχουν παίξει έναν ρόλο», επισημαίνουν οι αναλυτές. Επιπλέον, ενώ οι άμεσες ξένες επενδύσεις παρέμειναν ισχυρές, στα 4,5 δισ. ευρώ το 2023 (με περίπου το 45% να σχετίζεται με το real estate), οι ροές αυτές δεν κατάφεραν να φτάσουν στα επίπεδα του 2022, όταν ήταν 7,5 δισ. ευρώ.
– Δεύτερον, η ιδιωτική κατανάλωση αυξήθηκε κατά 1,8% το 2023 και κατά 1,4% σε τριμηνιαία βάση το δ΄ τρίμηνο, ενώ η αύξηση των μισθών ήταν περίπου 3% το 2023. Το γεγονός ότι ο πληθωρισμός στα τρόφιμα ήταν κατά μέσο όρο 11,7% το 2023 –τουλάχιστον τριπλάσιος από τον πληθωρισμό- εκτιμάται ότι οδήγησε τους καταναλωτές σε πιο επιφυλακτικές συμπεριφορές.
Έτσι, η UBS εντοπίζει τρεις βασικούς μοχλούς ανάπτυξης για το 2024:
1) Τον τουρισμό που θα ξεπεράσει το ρεκόρ του 2023, με δεδομένες τις προκρατήσεις και την κρουαζιέρα που ξεκινά από νωρίς.
2) Το πιο ευνοϊκό περιβάλλον του πληθωρισμού, που βοηθά την κατανάλωση.
3) Τα υψηλότερα οφέλη από τα κοινοτικά κονδύλια, καθώς σχεδιάζονται εισροές 6,9 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Πληθωρισμός: Τα κρατικά μέτρα θα συγκρατήσουν τις τιμές των τροφίμων
Η UBS περιμένει μέσο πληθωρισμό 2,5% το 2024, με τον δείκτη να πέφτει κοντά στο 2% στα τέλη του έτους.
Ήδη, σημειώνει ο οίκος, ο πληθωρισμός υποχώρησε το 2023 στο 3,5%, λόγω των χαμηλότερων τιμών του ρεύματος. Παρόλα αυτά, υπήρξε μια εκ νέου επιτάχυνση το δ΄ τρίμηνο, κυρίως λόγω των συνεπειών που είχαν οι πλημμύρες στις τιμές των τροφίμων. Έκτοτε, η κυβέρνηση έχει ανακοινώσει αρκετές παρεμβάσεις για να ελέγξει τις τιμές στα σούπερ μάρκετ και ο μηνιαίος πληθωρισμός στα τρόφιμα έχει αρχίσει να επιβραδύνει. Επιπλέον, τα φθηνότερα τιμολόγια του ρεύματος επίσης βοηθούν.
Υπεραποδόσεις έναντι των δημοσιονομικών στόχων
Η UBS εκτιμά ότι ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα στο 2,1% του ΑΕΠ θα μπορούσε να ξεπεραστεί φέτος. Το δημόσιο χρέος εκτιμάται ότι έπεσε κάτω από το 160% του ΑΕΠ το 2023 και αναμένεται να πέσει στο 152% φέτος.
Οι αναλυτές αναφέρονται στην συρρίκνωση του spread του ελληνικού 10ετούς ομολόγου έναντι του αντίστοιχου ισπανικού, αλλά και στο review της ελληνικής αξιολόγησης από τη Moody’s στις 15 Μαρτίου, επισημαίνοντας ότι πρόκειται για τον μοναδικό από τους μεγάλους οίκους που δεν έχει δώσει ακόμα αξιολόγηση επενδυτικής βαθμίδας στην Ελλάδα.