UBS: Ανεβάζει τον πήχη για την ανάπτυξη στην Ελλάδα στο 4,1% για το 2023 – Υποχωρεί ο πληθωρισμός
Η ελβετική τράπεζα αναθεωρεί ανοδικά τις εκτιμήσεις της για την ελληνική οικονομία -
Ακόμα πιο αισιόδοξη για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας εμφανίζεται η UBS στις τελευταίες της προβλέψεις για την παγκόσμια οικονομία.
Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τους πίνακες της ελβετικής τράπεζας το ελληνικό ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί κατά 4,1% φέτος, την ώρα που η μέση εκτίμηση των οικονομολόγων των διεθνών οργανισμών (Consensus) έχει αυξηθεί επίσης στο ισχυρό 2,9%.
Η ελληνική οικονομία, που έκλεισε το 2022 με ρυθμό ανάπτυξης 5,9% αναμένεται να σημειώσει ισχυρό ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ κατά 3,2% το 2024 έναντι μέσης πρόβλεψης μόλις 1,9% του Consensus των οικονομολόγων.
Σε ό,τι αφορά τον πληθωρισμό, εκτιμάται ότι φέτος θα διαμορφωθεί στο 3,3%, και το επόμενο έτος θα υποχωρήσει στο 2,2% πολύ κοντά στον στόχο του 2% της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Πτωτικά αναμένεται να κινηθεί και η ανεργία, με το ποσοστό το 2023 να υποχωρεί στο 11,1% και το επόμενο έτος στο 10%.
Για το σύνολο της ευρωζώνης η UBS εκτιμά ότι η οικονομία θα αναπτυχθεί με ρυθμό 0,8% φέτος και 1% του χρόνου και ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει στο 5,3% και 2,3% αντιστοίχως.
Η Ελλάδα, σύμφωνα με την ελβετική τράπεζα, καταγράφει τη μεγαλύτερη δημοσιονομική προσαρμογή στην Ευρώπη, επιστρέφοντας πλέον σε πρωτογενή πλεονάσματα, με το δημόσιο χρέος να υποχωρεί στο 158,1% του ΑΕΠ το 2023 και στο 151% του ΑΕΠ το 2024.
Αν και η οικονομία της Ευρωζώνης δεν απέφυγε μία πολύ ήπια ύφεση, εντούτοις οι επιδόσεις των επιμέρους χωρών ήταν κάθε άλλο παρά ομοιόμορφες, με τους αναλυτές του ελβετικού επενδυτικού οίκου να διαπιστώνουν μεγάλη αντίθεση ανάμεσα στον ευρωπαϊκό πυρήνα και την περιφέρεια.
Όπως σημειώνει η UBS, η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, η γερμανική, τα πήγε χειρότερα από τις υπόλοιπες, με τις χώρες του Νότου να εμφανίζουν πολύ καλύτερες επιδόσεις.
Ο οίκος αποδίδει την αδυναμία της Ευρωζώνης αλλά και αυτή την απόκλιση μεταξύ των χωρών σε τρεις βασικούς παράγοντες:
– Πρώτον, στις συνεχιζόμενες επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης. Όλες οι χώρες επλήγησαν από την εκτίναξη του ενεργειακού κόστους, με το άλμα του πληθωρισμού να επιφέρει μεγάλο χτύπημα στην αγοραστική δύναμη. Η Γερμανία, ως η οικονομία που εξαρτιόταν περισσότερο από το ρωσικό φυσικό αέριο πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία, αναγκάστηκε να κάνει τη μεγαλύτερη προσαρμογή.
– Ο δεύτερος παράγοντας είναι η σχετική έκθεση της Ευρώπης στη μεταποίηση και το παγκόσμιο εμπόριο, με δεδομένο ότι είναι και μία περιοχή με πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών. Οι έρευνες δείχνουν ότι ο τομέας της μεταποίησης έχει συρρικνωθεί τους τελευταίους 12 μήνες. Η στροφή προς τις υπηρεσίες, και κυρίως τα ταξίδια και τον τουρισμό, έχει αντισταθμίσει την αδυναμία της μεταποίησης, αλλά αυτό έχει ωφελήσει περισσότερο τις χώρες που έχουν μεγαλύτερη έκθεση στις υπηρεσίες και τον τουρισμό, δηλαδή εκείνες του Νότου, παρά τον πυρήνα της Ευρώπης.
– Ο τρίτος παράγοντας είναι η περαιτέρω αύξηση των επιτοκίων. Ενώ η μετάδοση της νομισματικής σύσφιγξης στην οικονομία χρειάζεται χρόνο, η αύξηση του κόστους δανεισμού έχει ήδη οδηγήσει στην κατάρρευση της ζήτησης για δάνεια φέτος. Αυτό δεν οδηγεί μόνο στην χαμηλότερη κατανάλωση, αλλά κυριότερα, στην επιβράδυνση των επενδύσεων.
Στο πλαίσιο αυτό, οι αναλυτές της UBS πιστεύουν ότι η σύσφιγξη του νομισματικού περιβάλλοντος θα έχει μεγαλύτερη βαρύτητα το επόμενο διάστημα, καθώς οι σωρευτικές επιπτώσεις από τις –όπως προβλέπεται- 450 μονάδες βάσης των αυξήσεων επιτοκίων έως το τέλος του έτους θα φανούν στην οικονομία. Την ίδια στιγμή, και η δημοσιονομική πολιτική αναμένεται να γίνει «βαρίδι» για την οικονομία, καθώς τα γενναιόδωρα μέτρα στήριξης έναντι της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης τώρα αντιστρέφονται, εν όψει και των νέων δημοσιονομικών κανόνων της Ευρωζώνης, από το 2024.
Τα καλά νέα είναι ότι η μείωση του πληθωρισμού, η αποκλιμάκωση του ενεργειακού κόστους και η ακόμα ισχυρή αγορά εργασίας θα οδηγήσουν σε σταδιακή βελτίωση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών τους επόμενους 6-12 μήνες, σημειώνει η UBS.
Επιπλέον, η αδυναμία της μεταποίησης αναμένεται να αρχίσει να σταθεροποιείται, καθώς η ζήτηση ανακάμπτει και ο κύκλος των αποθεμάτων προχωρά. Όμως αυτό θα αντισταθμίσει μόνο εν μέρει τη σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής.
«Έτσι, ενώ περιμένουμε ότι η οικονομία της Ευρωζώνης θα αναπτυχθεί κατά το δεύτερο μισό του έτους, δεν θα είναι κατά πολύ, με αποτέλεσμα να παρατείνεται η περίοδος της οικονομικής στασιμότητας», αναφέρουν οι αναλυτές του οίκου.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις τους, η Ευρωζώνη αναμένεται να αναπτυχθεί κατά 0,8% φέτος, με τον πληθωρισμό στο 5,3%. Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΚΤ εκτιμάται ότι θα προχωρήσει σε δύο ακόμα αυξήσεις επιτοκίων τον Ιούλιο και τον Σεπτέμβριο (κατά 25 μονάδες βάσης έκαστη), φέρνοντας το τελικό επιτόκιο στο 4%.
Για το 2024 αναμένεται ανάπτυξη 1% και πληθωρισμός 2,3%.