Fed: Νέα μείωση επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης - Μήνυμα Πάουελ για πιο συγκρατημένες κινήσεις
Όταν ο δρόμος είναι αβέβαιος, προχωράς πιο αργά
H Fed μείωσε μεν τα επιτόκια κατά 25 μονάδες βάσης, όπως είχε πλήρως προεξοφληθεί από την αγορά, όμως έστειλε σήμα ότι θα επιβραδύνει τον ρυθμό μείωσης του κόστους δανεισμού, λαμβάνοντας υπόψη τη σχετικά σταθερή ανεργία και την πρόσφατη μικρή άνοδο του πληθωρισμού.
«Η οικονομική δραστηριότητα συνέχισε να επεκτείνεται με σταθερο ρυθμό με την ανεργία να παραμένει χαμηλά και τον πληθωρισμό σε κάπως υψηλότερο επίπεδο», αναφέρεται στο ανακοινωθέν της ομοσπονδιακής κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ.
«Όσον αφορά στο μέγεθος και στον χρόνο των νέων προσαρμογών στη νομισματική πολιτική της, η Fed θα εξετάσει προσεκτικά τα εισερχόμενα στοιχεία, τις προοπτικές και την ισορροπία των κινδύνων», επισημαίνεται στο ανακοινωθέν, το οποίο χρησιμοποιεί νέα λεκτική για να προαναγγείλει μία πιθανή παύση στις μειώσεις των επιτοκίων αρχής γινομένης από τη συνεδρίαση στις 28/29 Ιανουαρίου του 2025.
Η Fed προβλέπει τώρα ότι θα κάνει δύο μόνο μειώσεις επιτοκίων της τάξης των 25 μονάδων βάσης έως τα τέλη του 2025. Πρόκειται για ποσοστό μικρότερο κατά μισή ποσοστιαία μονάδα για την χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής του επόμενου έτους σε σχέση με τις αρχικές προβλέψεις που έκαναν λόγο για τρεις μειώσεις. Οι νέες προβλέψεις της για τον πληθωρισμό τον πρώτο χρόνο του Τραμπ στην εξουσία αυξάνονται από το 2,1% στο 2,5%, πολύ πιο πάνω από το στόχο του 2% της κεντρικής τράπεζας.
Η βραδύτερο πρόοδος ως προς την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, που φαίνεται ότι δεν θα επιστρέψει στο στόχο του 2% πριν από το 2027, μεταφράζεται σε βραδύτερο ρυθμό επιτοκιακών μειώσεων. Οι αξιωματούχοι της Fed βλέπουν ως ουδέτερο επιτόκιο ένα επίπεδο στο 3% από το αρχικό 2,5% που συζητείτο.
Η μοναδική αξιωματούχος της Fed που ήταν αντίθετη στη σημερινή μείωση που οδηγεί το βασικό επιτόκιο στο εύρος 4,25% έως 4,50% ήταν η Μπεθ Χάμακ της περιφερειακής κεντρικής τράπεζας του Κλίβελαντ, η οποία προτίμησε να παραμείνει αμετάβλητη η νομισματική πολιτική. Αυτό δείχνει τις πρώτες ρωγμές στο ενωμένο μέχρι τώρα μέτωπο του προέδρου Τζερόμ Πάουελ.
Πάουελ: Όταν ο δρόμος είναι αβέβαιος, προχωράς πιο αργά
Ο πρόεδρος της Fed, Τζερόμ Πάουελ, εξέφρασε την επιφυλακτικότητά του ως προς τις περαιτέρω μειώσεις των επιτοκίων, λέγοντας ότι όταν η πορεία είναι αβέβαιη, προχωράς με πιο αργό ρυθμό.
Αυτό που συγκρατεί τις επιτοκιακές μειώσεις είναι η ισχυρότερη οικονομία, η σταθερή ανεργία και ο υψηλότερος πληθωρισμός φέτος και το επόμενο έτος, είπε ο Πάουελ, ο οποίος τόνισε ότι θέλει να δει περαιτέρω πρόοδο στην αποκλιμάκωση του πληθωρισμού. Θα πρέπει να συνεχίσουμε να έχουμε περιοριστική πολιτική για να μειώσουμε τον πληθωρισμό στο στόχο του 2%, εξήγησε.
Ο βραδύτερος ρυθμός μείωσης των επιτοκίων αντανακλά τον υψηλότερο πληθωρισμό, τους υψηλότερους κινδύνους και την αβεβαιότητα ως προς τις προοπτικές για τον πληθωρισμό, σημείωσε ο πρόεδρος της ομοσπονδιακής κεντρικής τράπεζας, λέγοντας ότι «είμαστε πολύ πιο κοντά στο ουδέτερο επιτόκιο».
«Μπορούμε να είμαστε περισσότερο επιφυλακτικοί όσο προχωράμε στην χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής και δεν ακολουθούμε μία προκαθορισμένη πορεία», σημείωσε.
Οι προβλέψεις για τα επιτόκια είναι υψηλότερες για το επόμενο έτος, σε συνάρτηση με τον υψηλότερο πληθωρισμό. Μπορούμε ωστόσο να μειώσουμε πιο γρήγορα τα επιτόκια, εάν επιδεινωθεί ξαφνικά η αγορά εργασίας ή υποχωρήσει πιο γρήγορα ο πληθωρισμός, προσέθεσε.
Αναγνώρισε ότι οι πτωτικοί κίνδυνοι για την αγορά εργασίας έχουν περιοριστεί, παρότι εξακολουθεί να αποθερμαίνεται και είπε ότι η δημιουργία νεών θέσεων εργασίας είναι κάτω από το επίπεδο που μπορεί να κρατήσει σταθερή την ανεργία. Θεωρεί ότι η αγορά εργασίας δεν είναι πηγή πληθωριστικών πιέσεων. Ο δείκτης ατομικών καταναλωτικών δαπανών, τον οποίο παρακολουθεί στενά η Φέντεραλ Ριζέρβ, ενδεχομένως να διαμορφώθηκε στο 2,5% σε ετήσια βάση το Νοέμβριο.
Αναφερόμενος στον αντίκτυπο από πιθανή επιβολή δασμών, είπε ότι είναι πολύ πρόωρο για οιαδήποτε πρόβλεψη γιατί δεν είναι γνωστό σε ποιες χώρες θα επιβληθούν, ούτε το μέγεθος και η διάρκειά τους.
Επίσης, χαρακτήρισε την οικονομία ισχυρή, τις καταναλωτικές δαπάνες ανθεκτικές και τις επενδύσεις των επιχειρήσεων σε εξοπλισμό υψηλές. Ωστόσο, η δραστηριότητα στην αγορά στέγης παραμένει εξασθενημένη.
Συγκρίνοντας το σήμερα με το 2018 όταν ο Τραμπ επέβαλε δασμούς κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του, ο Πάουελ είπε ότι η Fed αντιμετώπιζε υπερβολικά χαμηλό πληθωρισμό και συνεπώς οι οικονομολόγοι είχαν συμβουλέψει τους διαμορφωτές νομισματικής πολιτικής να κοιτάξουν πιθανό προσωρινό πλήγμα από τους δασμούς.
Όμως, λαμβάνοντας υπόψη πόσο διαφορετική είναι σήμερα η εικόνα για τον πληθωρισμό, οι αξιωματούχοι της Fed εμφανίζονται πιο απρόθυμοι για κάτι τέτοιο. Ο Πάουελ είπε ότι μόνο όταν ανακοινωθούν τα σχέδια για τους δασμούς ή το εμπόριο και αναλυθούν, μπορούμε να έχουμε κάποια αίσθηση για τον αντίκτυπο στην οικονομία.
Αβεβαιότητα από τις πολιτικές Τραμπ
Το επιτόκιο είναι τώρα κατά μία ποσοστιαία μονάδα χαμηλότερο από το απόγειο του Σεπτεμβρίου, όταν οι αξιωματούχοι έκριναν ότι ο πληθωρισμός οδεύει προς το στόχο του 2% και διέκριναν κινδύνους στην αγορά εργασίας εάν διατηρούσαν τη νομισματική πολιτική υπερβολικά αυστηρή για υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα.
Έκτοτε, ωστόσο, οι βασικοί δείκτες του πληθωρισμού παρουσιάζουν διακυμάνσεις, ενώ συνεχίζεται σε χαμηλά επίπεδα η ανεργία και ο ρυθμός ανάπτυξης της αμερικανικής οικονομίας είναι υψηλότερος του αναμενομένου.
Η Fed, η οποία αύξησε επιθετικά τα επιτόκια το 2022 και το 2023 για να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό, άρχισε να χαλαρώνει τη νομισματική πολιτική της το Σεπτέμβριο ξεκινώντας με μία μεγάλη μείωση των 50 μονάδων βάσης για να συνεχίσει με μείωση των 25 μονάδων βάσης το Νοέμβριο.
Παρά το γεγονός ότι ορισμένοι αναλυτές βλέπουν πληθωρισμό από τις πολιτικές Τραμπ, αξιωματούχοι της Fed έχουν δηλώσει ότι δεν μπορούν να βασίσουν τη νομισματική πολιτική τους σε προεκλογικές του προτάσεις.
Οι προβλέψεις πάνω των διαμορφωτών νομισματικής πολιτικής για την οικονομία παραμένουν πάνω από τη δυναμική, στο 2,1% το επόμενο έτος, ο πληθωρισμός θα παραμείνει πάνω από το στόχο για δύο ακόμη χρόνια και το ποσοστό ανεργίας θα αυξηθεί πάνω από το 4,3%.