Με νέες επενδύσεις απαντά στην κρίση η Αθηναϊκή Ζυθοποιία
Τα σχέδια της εταιρείας
Μπορεί η αγορά μπίρας στην Ελλάδα να εμφάνισε πτώση κατά 10% το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους και να την έκανε ακριβότερη κατά 15% η Αθηναϊκή Ζυθοποιία όχι μόνο δεν αποχωρεί από την Ελλάδα, αλλά εξακολουθεί να υλοποιεί σημαντικές επενδύσεις.
Ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, Ζωούλλης Μηνά παρουσιάζοντας το πρόγραμμα Συμβολαιακής Καλλιέργειας Κριθαριού και τα σεμινάρια επιμόρφωσης των συμμετεχόντων παραγωγών, αλλά και το νέο πρόγραμμα Εταιρικής κοινωνικής Ευθύνης «Seeds for Growth» ανέφερε ότι η Αθηναϊκή Ζυθοποιία, που κατέχει μερίδιο 53% στην ελληνική αγορά, εγκατέστησε το πρώτο της ζυθοποιείο στην Αθήνα το 1965, δέκα χρόνια αργότερα στη Θεσσαλονίκη και την τελευταία 15ετία έχει επενδύσει στην Ελλάδα περίπου 500 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων 120 εκατ. ευρώ αφορούσαν την περίοδο από 2010 - 2016.
Σύμφωνα με τον κ. Μηνά, η εταιρεία συνεισφέρει με 0,7% στο ΑΕΠ της χώρας, από το 2010 έως το 2015 έδωσε 1 δισ. ευρώ από φόρους και εισφορές στο κράτος, απασχολεί άμεσα και έμμεσα 27.000 άτομα, ενώ το 2015 πραγματοποίησε 24 εκατ. ευρώ εξαγωγές.
Επίσης, η εταιρεία διαθέτει πέντε πειραματικούς αγρούς και στα επόμενα δύο - τρία χρόνια θα αξιοποιήσει νέες ποικιλίες βυνοποιήσιμου κριθαριού, που μπορούν να αυξήσουν τη στρεμματική απόδοση σε ποσοστό έως και 80%, έναντι των σημερινών. Τα σχετικά πειραματικά χωράφια αναπτύσσονται σε συνεργασία με το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, αφορούν κάποιες γηγενείς ποικιλίες κριθαριού προσαρμοσμένες στα εδάφη και το κλίμα της χώρας και οι υψηλές αυτές αποδόσεις θα μπορούν να πιαστούν σε περιοχές με πιο ζεστές θερμοκρασίες.
Για τη φετινή καλλιεργητική σεζόν 2017-2018, που πρόκειται να ξεκινήσει στο προσεχές διάστημα, ο επικεφαλής της ελληνικής θυγατρικής του ολλανδικού πολυεθνικού ομίλου της «Heineken» τόνισε πως στόχος είναι να καλλιεργηθούν περίπου 170.000 στρέμματα και να παραχθούν περί τους 50.000 τόνους βυνοποιήσιμου κριθαριού, με τις τιμές που να παραμένουν στα περσινά επίπεδα. Υπογραμμίζεται ότι η Βόρεια Ελλάδα συμβάλλει με 45% στο σύνολο της παραγωγής και οι φετινές εξαγωγές που υπολογίζονται σε 300.000 εκατόλιτρα, 220.000 θα αφορούν τη Θεσσαλονίκη