Στουρνάρας στο Politico: Νωρίς για να σταματήσουν οι μειώσεις των επιτοκίων

Στουρνάρας στο Politico: Νωρίς για να σταματήσουν οι μειώσεις των επιτοκίων

Από αυτά τα σχόλιά του προκύπτει σαφής διαφωνία του με την κα Isabel Schnabel

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα πρέπει να συνεχίσει να χαλαρώνει την πολιτική της με σταθερό ρυθμό έως ότου το βασικό της επιτόκιο φτάσει στο 2%, δεδομένου ότι αυξάνονται οι κίνδυνοι για την ανάπτυξη και εξασθενούν οι πληθωριστικές πιέσεις, δήλωσε σε συνέντευξή του ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας.

«Δεν νομίζω ότι η επόμενη συνεδρίασή μας είναι η κατάλληλη στιγμή να συζητήσουμε διακοπή των μειώσεων επιτοκίων», ανέφερε στο POLITICO ο κ. Στουρνάρας από την Αθήνα. «Είναι ακόμη πολύ νωρίς.»

Από αυτά τα σχόλιά του προκύπτει σαφής διαφωνία του με την κα Isabel Schnabel, επίσης μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, η οποία την περασμένη εβδομάδα ανέφερε ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ θα πρέπει να αρχίσει να συζητά αν πρέπει να διακόψει ή να τερματίσει τις μειώσεις επιτοκίων στην προσεχή συνεδρίασή του στις 6 Μαρτίου. Η ΕΚΤ από τον περασμένο Ιούνιο έχει μειώσει πέντε φορές το βασικό επιτόκιο πολιτικής της, το επιτόκιο στη διευκόλυνση αποδοχής καταθέσεων, από το ιστορικά υψηλό 4% στο 2,75% σήμερα. Κατά την κα Schnabel, που θεωρείται ως το «γεράκι» με τη μεγαλύτερη επιρροή μεταξύ των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, δεν διαπιστώνεται πλέον ότι τα επιτόκια εξακολουθούν να επιδρούν ανασταλτικά στην οικονομική δραστηριότητα.

Ο κ. Στουρνάρας εκφράζει ξεκάθαρα αντίθετη άποψη.

«Ακόμα βρισκόμαστε σε σαφώς περιοριστικό έδαφος», ανέφερε, προσθέτοντας ότι αυτή είναι και η επίσημη θέση της ΕΚΤ. Αυτή η θέση εξάλλου στηρίζεται στις προσδοκίες που επικρατούν ευρύτερα ότι η ανάπτυξη θα παραμείνει αδύναμη και ο πληθωρισμός θα επανέλθει στον επιθυμητό στόχο φέτος. «Αν αυτή η κατάσταση συνεχιστεί, θα πρέπει σίγουρα να μειώσουμε κι άλλο τα επιτόκια», υποστήριξε ο κ. Στουρνάρας.

Παρ’ όλα αυτά, ο κ. Στουρνάρας – συνήθως ένθερμος υποστηρικτής απόψεων που τον κατατάσσουν στα «περιστέρια» της νομισματικής πολιτικής – απέφυγε να συμφωνήσει με την πιο πρόσφατη πρόβλεψη που προκύπτει από έρευνα του Bloomberg, σύμφωνα με την οποία μια ισχνή πλειοψηφία των ερωτηθέντων αναλυτών αναμένει μείωση των επιτοκίων το Μάρτιο του 2026, επιπρόσθετα προς τις μειώσεις κατά 25 μονάδες βάσης κάθε φορά στις τρεις προσεχείς συνεδριάσεις.

«Ό,τι κι αν πούμε τώρα για το 2026, θα είναι πολύ πρόωρο», ανέφερε ο κ. Στουρνάρας, αλλά – συνέχισε – «με βάση τα σημερινά διαθέσιμα στοιχεία, αναμένω ότι έως το φθινόπωρο του 2025 τα επιτόκια θα φθάσουν στο 2%, το οποίο θα είναι πιθανότατα το τελικό τους επίπεδο».

Μέχρι τις 6 Μαρτίου η ΕΚΤ μάλλον δεν θα έχει σαφή εικόνα για το πώς θα επηρεάσουν την οικονομία της ευρωζώνης οι πολιτικές της νέας κυβέρνησης των ΗΠΑ, ιδίως όσον αφορά τους δασμούς, ανέφερε ο κ. Στουρνάρας. Και γι’ αυτό το λόγο δεν αναμένει δραστικές αναθεωρήσεις των προβλέψεων της ΕΚΤ σχετικά με την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό.

Ωστόσο, προειδοποίησε ότι «βλέπουμε ενισχυμένους αντίθετους ανέμους να μας έρχονται από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, οι οποίοι επιτείνουν την αβεβαιότητα» και συνεπάγονται κινδύνους για τις προοπτικές ανάπτυξης της ευρωζώνης.

Διατλαντικές προκλήσεις

Η συνέντευξη του κ. Στουρνάρα στο POLITICO συνέπεσε με την εβδομάδα κατά την οποία μια σειρά ανακοινώσεων του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ και άλλων ανώτερων αξιωματούχων των ΗΠΑ προκάλεσαν ταραχή στην Ευρώπη, θέτοντας υπό αμφισβήτηση το ίδιο το μέλλον των ευρωπαϊκών δημοκρατικών θεσμών, με την Ουάσιγκτον να επιδιώκει αποκατάσταση των σχέσεών της με τη Ρωσία εις βάρος της Ουκρανίας και της υπόλοιπης ηπείρου μας.

Στο γεύμα που μας παρέθεσε στον Ξενώνα της Τράπεζας της Ελλάδος με θέα την Ακρόπολη – το σύμβολο της αρχαίας ελληνικής δημοκρατίας και του δυτικού πολιτισμού – ο κ. Στουρνάρας αναγνώρισε το μέγεθος των προκλήσεων που δημιουργεί η απότομη μεταστροφή της πολιτικής των ΗΠΑ, αλλά ταυτόχρονα προσπάθησε να βρει και θετικές πλευρές.

Όπως υποστήριξε, αν ο Τραμπ καταφέρει να διαπραγματευθεί μια ειρηνευτική συμφωνία στην Ουκρανία, οι χαμηλότερες τιμές των τροφίμων και της ενέργειας θα οδηγήσουν γρήγορα σε μείωση του πληθωρισμού και εν τέλει θα ενισχύσουν τις προοπτικές ανάπτυξης. «Ανεξάρτητα από τις λεπτομέρειες της ειρηνευτικής συμφωνίας – και ας αφήσουμε στην άκρη την πολιτική – η ειρήνη σίγουρα θα επιδράσει θετικά στην οικονομία», τόνισε ο κ. Στουρνάρας.

Υπογράμμισε επίσης ότι η νέα τροπή των γεγονότων «είναι μια ευκαιρία για την Ευρώπη ώστε να αναπτύξει αυτόνομη δράση και φωνή», καθώς και μια αφύπνιση που πρέπει να αξιοποιηθεί για την ενίσχυση των επενδύσεων και της ανταγωνιστικότητας.

Όμως, η αιφνίδια απόφαση της Ουάσιγκτον να αποστασιοποιηθεί από τους δημοκρατικούς συμμάχους της στην Ευρώπη θα μπορούσε να έχει έμμεσες συνέπειες για την ΕΚΤ, εφόσον αναγκάσει την Ευρώπη να ξανασκεφτεί με ποιο τρόπο πληρώνει για την ασφάλειά της.

Όσες χώρες έχουν το περιθώριο να αυξήσουν τις δαπάνες τους σε εθνικό επίπεδο, θα πρέπει να το κάνουν, υπογράμμισε ο κ. Στουρνάρας. Αλλά, καθώς πολλές χώρες έχουν ήδη εξαντλήσει τις δυνατότητες δανεισμού τους, η ΕΕ μπορεί να αναγκαστεί και πάλι, όπως έκανε και στη διάρκεια της πανδημίας, να δανειστεί για δικό της λογαριασμό, ώστε να ξαναχτίσει τις αμυντικές της ικανότητες, οι οποίες έχουν ατροφήσει μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.

«Πρέπει να δαπανήσουμε περισσότερο, αλλά και πιο συνετά», τόνισε ο κ. Στουρνάρας, προσθέτοντας ότι αυτό σημαίνει ενίσχυση της αμυντικής βιομηχανίας της Ευρώπης, αλλά και διαμόρφωση μιας κοινής πολιτικής για την προμήθεια αμυντικού εξοπλισμού. Τέτοιου είδους πρωτοβουλίες θα ήταν συμβατές με το όραμα που περιέγραψε πέρυσι η έκθεση του πρώην Προέδρου της ΕΚΤ Mario Draghi, όπου εξετάζονται συνοπτικά οι προκλήσεις για την ΕΕ, παρότι – όπως παραδέχθηκε ο κ. Στουρνάρας – θα πρέπει να κάμψουν τη σθεναρή αντίσταση που προβάλλουν τα μεγαλύτερα κράτη-μέλη της ΕΕ.

«Είμαστε έτοιμοι να συζητήσουμε αυτά τα ζητήματα και να καταλήξουμε σε συμφωνία; Και πιο συγκεκριμένα, είναι πρόθυμες η Γερμανία και η Γαλλία, που συνήθως ξεκινούν τέτοιου είδους συζητήσεις, να συμφωνήσουν σε μια τέτοια κοινή ατζέντα;»

Ποιος θα πληρώσει;

Όπως και για όλες τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ΕΕ, το ερώτημα είναι: ποιος θα πληρώσει; Ο κ. Στουρνάρας παραδέχθηκε ότι η ΕΚΤ είναι πιθανόν να δεχθεί πιέσεις ώστε να στηρίξει από τη δική της πλευρά τους ευρύτερους στόχους πολιτικής της ΕΕ. Πράγματι, αυτό είναι υποχρέωση της κεντρικής τράπεζας με βάση τη Συνθήκη της ΕΕ, εφόσον δεν υπονομεύεται η επίτευξη του πρωταρχικού της σκοπού, που είναι η διατήρηση του πληθωρισμού σε χαμηλά επίπεδα.

Όπως ανέφερε ο κ. Στουρνάρας, η καλύτερη συμβολή που μπορεί να έχει η ΕΚΤ είναι η διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών και η δημιουργία ενός περιβάλλοντος ευνοϊκού για τη διατηρήσιμη ανάπτυξη. Ωστόσο, άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο παροχής πιο στοχευμένης στήριξης προς την αμυντική βιομηχανία, αν οι ηγέτες της ΕΕ θέσουν ως κοινό στόχο τη σημαντική αύξηση των δαπανών.

Η ΕΚΤ έχει αξιοποιήσει τις δυνατότητες που διαθέτει στο πλαίσιο του δευτερεύοντος σκοπού της, ώστε να διευρύνει σημαντικά τη συμβολή της στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, προσανατολίζοντας τις αγορές εταιρικών ομολόγων που πραγματοποιεί υπέρ πιο πράσινων επιχειρήσεων και επενδύσεων και επιβάλλοντας κυρώσεις στις τράπεζες, οι οποίες δεν αναγνωρίζουν επαρκώς τους κλιματικούς κινδύνους που μπορούν να τις επηρεάσουν, π.χ. εξαιτίας ακραίων καιρικών φαινομένων.

«Για την πράσινη μετάβαση, έχουμε εντολή, καθώς αποτελεί διακηρυγμένο στόχο πολιτικής της ΕΕ. Έχουμε κοινό στόχο πολιτικής για την ενίσχυση των αμυντικών δαπανών στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Αυτό δεν το γνωρίζουμε ακόμη», είπε ο κ. Στουρνάρας.

«Αν η αύξηση των αμυντικών δαπανών τεθεί ως κοινός στόχος της ΕΕ, τότε θα είμαστε σε θέση να συζητήσουμε πώς μπορεί να συμβάλει η ΕΚΤ στην επίτευξή του», είπε, τονίζοντας ότι αυτή είναι η προσωπική του άποψη. «Σύμφωνα με τη Συνθήκη, οφείλουμε να στηρίζουμε τις πολιτικές της ΕΕ, είναι μέρος της αποστολής μας.»

Όπως ανέφερε σε πρόσφατη ομιλία του στην Αθήνα, απευθυνόμενος σε πρέσβεις χωρών της ΕΕ: «Δεν μπορούμε να προοδεύσουμε σε ένα περιβάλλον όπου η ασφάλεια είναι εύθραυστη ή υπονομεύεται. Η ενίσχυση της πολιτικής και στρατιωτικής ετοιμότητας της ΕΕ πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα.»

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ