Π. Μυλωνάς (Εθνική Τράπεζα): Αρχές Ιουνίου η απόφαση του SSM για το μέρισμα
Ισχυρές οι επιδόσεις της Εθνικής Τράπεζας
Την «ετυμηγορία» του SSM, αναφορικά με τη διανομή μερίσματος προς τους μετόχους από τα κέρδη του 2023, αναμένει η διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας, η οποία το α’ τρίμηνο του 2024 κατέκτησε δύο σημαντικές πρωτιές: την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και την αποπληρωμή του προγράμματος TLTRO.
Σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλο της τράπεζας, κ. Παύλο Μυλωνά, η απάντηση από τον επόπτη αναμένεται στις αρχές Ιουνίου, με τις συζητήσεις να έχουν ως βάση ένα payout ratio μεταξύ 20% – 25%. «Το ποσοστό που θα εγκριθεί θα καθορίσει, ουσιαστικά και τη διανομή από τα κέρδη του 2024», ανέφερε χαρακτηριστικά, στο πλαίσιο τηλεδιάσκεψης με τους αναλυτές, με αφορμή τα αποτελέσματα α’ τριμήνου του 2024, συστήνοντας υπομονή για ένα μήνα.
Εθνική Τράπεζα: Ισχυρές επιδόσεις με κέρδη 358 εκατ. το α’ 3μηνο του 2024 – Στο 3,7% τα NPEs
Σε κάθε περίπτωση, η τράπεζα παραμένει σε ανοδικό μονοπάτι, έχοντας αναδειχθεί στην πρώτη ελληνική τράπεζα που αφενός, ανέκτησε την επενδυτική βαθμίδα μετά την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης το 2010 και αφετέρου, αποπλήρωσε το TLTRO. Όπως τόνισε ο κ. Μυλωνάς, η αναβάθμιση προήλθε από την MDBRS, ως αποτέλεσμα του ισχυροποιημένου ισολογισμού, της υψηλής οργανικής κερδοφορίας, της σταθερής δημιουργίας κεφαλαιακών αποθεμάτων, καθώς και της ισχυρής χρηματοδοτικής της θέσης και ρευστότητας. Όσον αφορά στο Πρόγραμμα Συναλλαγών Μακροχρόνιας Αναχρηματοδότησης (TLTRO ΙΙΙ), αυτό αποπληρώθηκε πλήρως το προηγούμενο διάστημα, με τα καθαρά ταμειακά διαθέσιμα της τράπεζας να έχουν ενισχυθεί περαιτέρω σε 9,1 δισ. ευρώ, ως αποτέλεσμα κυρίως των εκδόσεων, στα πλαίσια της αύξησης των Ελάχιστων Απαιτήσεων για τα Ίδια Κεφάλαια και τις Επιλέξιμες Υποχρεώσεις (Minimum Requirement for own funds and Eligible Liabilities, «MREL»). Αξίζει να αναφερθεί πως ο δείκτης MREL της ΕΤΕ διαμορφώθηκε στα τέλη του περασμένου Μαρτίου σε 26,5%, υπερβαίνοντας την ελάχιστη απαίτηση του Ιανουαρίου 2025, ύψους 25,3%, κατά 120 μ.β..
Σε ό,τι αφορά, πάντως, την πρόβλεψη για την οργανική κερδοφορία μετά τους φόρους στη φετινή χρήση, ανέφερε ως στόχο τα 1,2 δισ. ευρώ (τα οργανικά κέρδη μ.φ. το α΄ τρίμηνο ανήλθαν σε 320 εκατ. ευρώ, αυξημένα κατά 45% ετησίως).
Ερωτώμενος σχετικά, ο CEO της ΕΤΕ, Π. Μυλωνάς, είπε ότι το περαιτέρω upside των οικονομικών επιδόσεων της Τράπεζας στηρίζεται στην εκτίμηση ότι η ΕΚΤ δεν θα προχωρήσει τόσο γρήγορα, όσο αρχικά αναμενόταν, σε μειώσεις επιτοκίων, με αποτέλεσμα να διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο της Τράπεζας (εκτιμήθηκε σε 290 μ.β. για το 2024 από 326 μ.β. το α΄ τρίμηνο). Πρόσθεσε επίσης ότι αναμένεται να κοπάσει το φαινόμενο των πρόωρων αποπληρωμών εταιρικών δανείων, ενισχύοντας έτσι την πιστωτική επέκταση. Ο κ. Μυλωνάς απέδωσε στις πρόωρες αποπληρωμές επιχειρηματικών δανείων και την κάμψη που σημείωσαν οι καταθέσεις της ΕΤΕ το α΄ τρίμηνο.
Πάντως, σημείωσε ότι πρόκειται για αποπληρωμές από ελάχιστες επιχειρήσεις, με μεγάλα όμως ποσά δανείων, από τομείς όπως η ενέργεια και η ναυτιλία. Τον Απρίλιο, όπως είπε, διαπιστώθηκε απότομη αύξηση των νέων δανείων, με δάνεια 3 δισ. ευρώ να βρίσκονται στην ουρά για εκταμιεύσεις. Συγκεκριμένα, τα εγκεκριμένα αλλά μη εκταμιευμένα επιχειρηματικά δάνεια, πέραν των εκταμιεύσεων του Απριλίου που ανήλθαν σε 850 εκατ. ευρώ, ανέρχονται σε 2,9 δισ., θέτοντας τις βάσεις για την επίτευξη του στόχου πιστωτικής επέκτασης για το 2024 ανάλογη αυτής του 2023.
Η Διοίκηση της ΕΤΕ αναφέρθηκε επίσης στην ισχυρή βάση ρευστότητας της Τράπεζας (95% από καταθέσεις), στην αύξηση των εσόδων από προμήθειες, κυρίως από τα επενδυτικά και τα τραπεζοασφαλιστικά προϊόντα (+ 39% τα έσοδα από προμήθειες), στην υπέρβαση του στόχου για τα κεφάλαια MREL (ήδη έχει πιαστεί ο στόχος 25,3% που είχε τεθεί για τον Ιανουάριο 2025), στα εγγυημένα δάνεια του Δημοσίου (εκτίμησε ότι σε ένα χρόνο από τώρα τα υπολειπόμενα θα έχουν μειωθεί περί τα 200 εκατ. ευρώ), καθώς και στο hedging επιτοκίων που έχει κάνει (η θέση της ανέρχεται σε 10 δις. ευρώ, με το negative carry να κινείται στα 6 εκατ. ευρώ).
Τα καθαρά έσοδα από τόκους διατηρήθηκαν σε επίπεδα άνω των 600 εκατ. ευρώ, μειωμένα κατά 2.8% σε τριμηνιαία βάση, έναντι του ιστορικά υψηλού δ’ τριμήνου του 2023, αντανακλώντας τον αντίκτυπο από το κόστος αντιστάθμισης και το αυξημένο κόστος χρηματοδότησης που απορροφήθηκαν μερικώς από τη θετική επίδραση της αύξησης των μέσων υπολοίπων δανείων.