Χανς Βέρνερ Ζιν: Γι αυτό η Ελλάδα πρέπει να φύγει από την ευρωζώνη
Διαβάστε αναλυτικά το άρθρο του:
«Δεν υπάρχουν πολλά θέματα στα οποία συμφωνώ με τον Πολ Κρούγκμαν, τον Τζόσεφ Στίγκλιτς και τον Γιάνη Βαρουφάκη. Ενα από αυτά όμως είναι η άποψη ότι μία έξοδος από την ευρωζώνη θα ήταν σκόπιμη για την Ελλάδα.
Δυστυχώς, για την Ελλάδα και την Ευρώπη, τώρα θα πρέπει ίσως να ζήσουμε με ένα τρίτο πρόγραμμα, στο οποίο η Ελλάδα θα λάβει 86 δισ. ευρώ, με αντάλλαγμα επιπλέον μέτρα λιτότητας. Το πιο πιθανό είναι η νέα συμφωνία να σύρει την Ελλάδα σε τρία ακόμη χρόνια ενός μακράς διαρκείας, δαπανηρού πειράματος, το οποίο έως τώρα έχει αποτύχει παταγωδώς.
Από τον Ιούνιο, οι χώρες της ευρωζώνης, η ΕΚΤ και το ΔΝΤ έχουν δώσει στην ελληνική κυβέρνηση και το τραπεζικό σύστημα αξίας 344 δισ. ευρώ δημόσιας πίστωσης, σχεδόν διπλάσια από την ετήσια οικονομική παραγωγή στην Ελλάδα ή περίπου 31.000 ευρώ για κάθε Ελληνα πολίτη.
Το 1/3 από τη δημόσια πίστωση που έχει εισρεύσει στην Ελλάδα από το 2008 έχει χρησιμοποιηθεί για τη διάσωση των ιδιωτών δανειστών. Το 1/3 πήγε στη χρηματοδότηση του ελληνικού ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών (το πλεόνασμα των εισαγωγών και των καθαρών πληρωμών για τόκους σε ξένους για εξαγωγές και μεταφορές πληρωμών από το εξωτερικό) και το 1/3 εξατμίστηκε από τη χρηματοδότηση της φυγής κεφαλαίων από τους Ελληνες.
Αυτό καθυστέρησε μία ελληνική χρεοκοπία, αλλά απέτυχε να αναζωογονήσει την ελληνική οικονομία. Για να ανταγωνιστεί, η Ελλάδα χρειάζεται ισχυρή υποτίμηση. Προσπαθώντας να ρίξει τις τιμές και τους μισθούς σε απόλυτους όρους θα ήταν πολύ δύσκολο, ενώ θα οδηγούσε σε χρεοκοπία πολλών οφειλετών και ενοικιαστών.
Αναμφισβήτητα θα ήταν καλύτερο να φουσκώσουν οι τιμές στην υπόλοιπη ευρωζώνη, όπως προσπαθεί να κάνει η ΕΚΤ μέσω της ποσοτικής χαλάρωσης: αγοράζοντας μεγάλες ποσότητες ομολόγων για να οδηγήσει προς τα κάτω την αξία του ευρώ. Αν η υπόλοιπη ευρωζώνη έχει ποσοστά πληθωρισμού ελαφρώς κάτω από το 2%, όπως ελπίζει η ΕΚΤ, η Ελλάδα θα μπορούσε να είναι ανταγωνιστική σε περίπου μία δεκαετία, με την προϋπόθεση ότι το επίπεδο των τιμών της παραμένει σταθερό. Ομως, ακόμη και μίας τέτοιας ήπιας μορφής «εσωτερικής υποτίμησης» θα ήταν αρκετά επίπονη, καθώς θα αποτελούσε ακριβώς το είδος της δημοσιονομικής πειθαρχίας που οι Ελληνες απέρριψαν στο δημοψήφισμα.
Τι γίνεται με τη λύση που ευνοείται από τους αριστερούς; Περισσότερα χρήματα για την Ελλάδα; Δίχως αμφιβολία, οι τεράστιες κρατικές δαπάνες θα δημιουργούσαν μία κάποια μέτρια εσωτερική ανάπτυξη. Ομως, πέρα από το γεγονός ότι αυτά τα χρήματα θα έπρεπε να έρθουν από τους φορολογούμενους άλλων χωρών, αυτό θα ήταν αντιπαραγωγικό, καθώς θα εμπόδιζε την αναγκαία υποτίμηση μίας υπερτιμημένης οικονομίας και θα κρατούσε τους μισθούς και τις τιμές πάνω από το ανταγωνιστικό επίπεδο.
Δείτε την περίπτωση της Ιρλανδίας. Οπως η Ελλάδα, έγινε πολύ ακριβή, καθώς τα επιτόκια μειώθηκαν απότομα κατά την είσοδο στο ευρώ. Οταν η φούσκα έσκασε, το 2006, δεν υπήρχε διαθέσιμη δημοσιονομική διάσωση. Οι Ιρλανδοί έσφιξαν τα ζωνάρια τους και υπέστησαν δραστική εσωτερική υποτίμηση περικόπτοντας μισθούς, κάτι που με τη σειρά του οδήγησε σε χαμηλότερες τιμές για τα ιρλανδικά αγαθά, τόσο σε απόλυτους όσο και σε σχετικούς όρους. Αυτό, έκανε την ιρλανδική οικονομία ξανά ανταγωνιστική.
Σύμφωνοι, η Ιρλανδία επίσης έλαβε δημοσιονομική βοήθεια. Αλλά αυτό ήρθε αργότερα, στα τέλη του 2010 και όταν ήρθε η εσωτερική υποτίμηση σταμάτησε σχεδόν αμέσως. Δώδεκα από τις 13 ποσοστιαίες μονάδες της ιρλανδικής πτώσης στις σχετικές τιμές των αγαθών ήρθε πριν από αυτή την ημερομηνία. Από τις χώρες της ευρωζώνης που χτυπήθηκαν σκληρότερα από την οικονομική κρίση, η Ιρλανδία θα είναι η μόνη φέτος που βλέπει το ΑΕΠ της να ξεπερνά τα προ της κρίσης επίπεδα.
Η υποτίμηση στην Ελλάδα ξεκίνησε πέντε χρόνια μετά από της Ιρλανδίας και έως τώρα έχει φτάσει στο 9%. Ανάλυση από τους ερευνητές της Goldman Sachs δείχνει ότι οι τιμές των προϊόντων θα πρέπει να μειωθούν επιπλέον κατά 12-13% ώστε η Ελλάδα να γίνει ανταγωνιστική. (Οι μισθοί στις γειτονικές Τουρκία, Βουλγαρία και Ρουμανία- με τις δύο τελευταίες να είναι μέλη της ΕΕ- είναι μόλις στο 1/3 με 1/5 σε σύγκριση με το ελληνικό επίπεδο).
Η καλύτερη εναλλακτική είναι ένα Grexit, συνδυασμένο με ελάφρυνση χρέους, ανθρωπιστική βοήθεια για την αγορά των βασικών εισαγωγών και μία επιλογή για ενδεχόμενη επιστροφή στο ευρώ. Η Ελλάδα θα μπορούσε να επανεισάγει τη δραχμή ως το μόνο νόμιμο νόμισμα. Ολες οι υπάρχουσες τιμές, μισθοί, συμβόλαια, το εσωτερικό και το εξωτερικό χρέος, θα έπρεπε να μετατραπούν σε δραχμές, κάτι που αυτόματα θα μείωνε την αξία.
Η υποτίμηση θα οδηγούσε τους Ελληνες να αγοράζουν ντόπια αντί για εισαγόμενα προϊόντα. Ο τουρισμός θα δεχόταν ώθηση και η εκροή καταθέσεων θα αντιστρεφόταν. Οι πλούσιοι Ελληνες θα επέστρεφαν τα χρήματά τους, θα αγόραζαν ακίνητα, θα τα ανακαίνιζαν, ζωντανεύοντας τον κατασκευαστικό τομέα. Καθώς το έλλειμα του εμπορικού ισοζυγίου σταδιακά θα μετατραπόταν σε πλεόνασμα, οι δανειστές θα έπαιρναν πίσω κάποια από τα χρήματά τους.
Η Ελλάδα θα είχε την επιλογή να επιστρέψει στην ευρωζώνη, με μία νέα συναλλαγματική ισοτιμία, αφού θα έκανε θεσμικές μεταρρυθμίσεις- όπως η δημόσια εγγραφή της αγοράς γης, η λειτουργία του φοροεισπρακτικού μηχανισμού, η ακριβής παροχή στατιστικών στοιχείων και αφού θα πληρούσε τις κανονικές προϋποθέσεις για την ένταξή της στην ευρωζώνη. Αυτό θα μπορούσε να πάρει 5 ή 10 χρόνια.
Είναι αλήθεια ότι το Grexit θα έκανε σαφές ότι η παραμονή στην ευρωζώνη δεν είναι μη αμετάκλητη και θα μπορούσε να εκθέσει χώρες- μέλη σε κερδοσκοπικές επιθέσεις. Αλλά αυτό δεν είναι πολύ πιθανό, όπως έδειξαν η ήρεμη αντίδραση των αγορών στα capital controls στην Ελλάδα και στο «Οχι» του δημοψηφίσματος. Πιο σημαντικό, θα οδηγούσε άλλες χώρες να υιοθετήσουν πιο συνετή χρηματοδότηση και να αποστασιοποιθούν από την παγίδα του χρέους που προκάλεσα τη φούσκα αρχικά.
Μέχρι η Ευρώπη να γίνει ομοσπονδιακό κράτος- όπως θα έπρεπε να γίνει, κάποια στιγμή- δεν μπορεί να έχει ένα νόμισμα όπως το δολάριο. Μέχρι τότε, αυτό που χρειάζεται είναι μία νομισματική ένωση που ''αναπνέει'', με επιλογές ομαλής εισόδου και εξόδου, μαζί με έναν κανονισμό χρεοκοπίας για τα μέλη. Αυτό θα ήταν ο καλύτερος συμβιβασμός ανάμεσα στους στόχους αποφυγής των κερδοσκοπικών επιθέσεων και την υπερβολική συσσώρευση χρέους από ότι η τρέχουσα υπόσχεση της αιώνιας παραμονής».