Guardian: Το ξεπούλημα της Ελλάδας
Αυτό υπενθυμίζει ο Guardian, ανοίγοντας το φάκελο των ιδιωτικοποιήσεων στην Ελλάδα, με αφορμή τη συμφωνία με τους δανειστές για τη δημιουργία ανεξάρτητου Ταμείου, στο οποίο θα μεταφερθούν κρατικά περιουσιακά στοιχεία, με στόχο να συγκεντρωθούν 50 δισεκατομμύρια ευρώ.
«Αν και η πώληση αρχαιολογικών μνημείων δεν ήταν ποτέ μία σοβαρή ιδέα, η ιδιωτικοποίηση περιουσιακών στοιχείων υπήρξε πάντα αναπόσπαστο στοιχείων των ελληνικών προγραμμάτων διάσωσης. Τα τελευταία πέντε χρόνια, η Ελλάδα δίστασε να υλοποιήσει υποσχέσεις για να πουλήσει ζωτικά τμήματα των υποδομών της- λιμάνια, αεροδρόμια, μαρίνες και εγκαταστάσεις ύδρευσης- με αντάλλαγμα δάνεια δισεκατομμυρίων ευρώ.
Οι ιδιωτικοποιήσεις παραμένουν ένα ζωτικό στοιχείο στην τελευταία συμφωνία για ελληνικό πρόγραμμα. Υπό την απειλή της εκδίωξης από την ευρωζώνη, η Αθήνα συμφώνησε να μεταφέρει πολύτιμα περιουσιακά στοιχεία σε ένα ανεξάρτητο Ταμείο, με στόχο να συγκεντρωθούν 50 δισ. ευρώ. Τα μισά θα χρησιμοποιηθούν για τις ελληνικές τράπεζες, το 1/4 θα πάει στην αποπληρωμή των δανειστών και τα υπόλοιπα θα διατεθούν σε αδιευκρίνιστες επενδύσεις», γράφει η βρετανική εφημερίδα.
Το Ταμείο ιδιωτικοποιήσεων είναι πιθανό να παραμείνει ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα ζητήματα καθώς η Ελλάδα και οι δανειστές της θα προσπαθούν να ολοκληρώσουν τις συνομιλίες έως τα μέσα Αυγούστου, εκτιμά ο Guardian. Από την πλευρά των δανειστών, οι ελληνικές ιδιωτικοποιήσεις πάνε από αποτυχία σε αποτυχία. Το 2011, οι δανειστές όρισαν ότι η Αθήνα θα έπρεπε να συγκεντρώσει 50 δισ. ευρώ έως τα τέλη του 2015 από την πώληση κρατικής περιουσίας. Εως τις αρχές του 2015, μόλις 3,2 δισ. είχαν συγκεντρωθεί. Κανένα από τα σημαντικά περιουσιακά στοιχεία- αεροδρόμια, λιμάνια, σιδηρόδρομος- δεν είχαν πωληθεί. Ούτε οι αξιωματούχοι της Κομισιόν, ούτε εκείνοι του ΔΝΤ παίρνουν τον στόχο των 50 δισ. ευρώ σοβαρά.
Σε μία καταστροφική ανάλυση του ελληνικού χρέους, που δημοσιεύθηκε αυτό το μήνα, το ΔΝΤ αναφέρει ότι είναι ρεαλιστικό να εκτιμηθεί ότι οι πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων δεν θα ξεπερνούν τα 500 εκατ. ευρώ το χρόνο. Κάτι που σημαίνει ότι θα χρειαστούν 100 χρόνια για να συγκεντρωθούν τα 50 δισ. ευρώ.
Ο Γκάμπριελ Στερν, του Oxford Economics επιμένει ότι το ΔΝΤ απέτυχε να μάθει από την πρόσφατη ιστορία ότι «όσο λιγότερο, τόσο καλύτερο», σε ότι αφορά τον ορισμό αριθμητικών στόχων.
«Οταν ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβε την εξουσία τον Ιανουάριο, μία από τις πρώτες ενέργειες ήταν να αλλάξει πρόσωπα στο Ταμείο Ιδιωτικοποιήσεων και να ακυρώσει τα πλάνα για την πώληση του ΑΔΜΗΕ. Η πώληση άλλων περιουσιακών στοιχείων- πιο σημαντικά τα περιφερειακά αεροδρόμια και το λιμάνι του Πειραιά- είχαν σχεδόν ολοκληρωθεί, αλλά τέθηκαν σε αμφισβήτηση. Η κυβέρνηση αναμένεται να προβάλει λίγη αντίσταση στις πωλήσεις. Εγκαταστάσεις που χτίστηκαν για τους Ολυμπιακούς αγώνες του 2004, που μένουν εγκαταλελειμμένες την τελευταία δεκαετία, επίσης θα είναι ανάμεσα στα περιουσιακά στοιχεία που θα μεταφερθούν στο Ταμείο, μαζί με κρατικές επιχειρήσεις.
Η Ρωσία και η Κϊνα έχουν εκφράσει ενδιαφέρον για το σιδηροδρομικό δίκτυο, ένα από τα μεγαλύτερα βάρη στα δημόσια οικονομικά πριν από το ξέσπασμα της κρίσης. Το ελληνικό κράτος είναι επίσης πλούσιο σε κτίρια που κληροδοτήθηκαν από ιδιώτες, τα οποία επίσης αναμένεται να ενταχθούν στο Ταμείο. Αντίθετα με την επικρατούσα αντίληψη, ο δημόσιος τομέας κατέχει πολύ λίγα νησιά. Η αγορά νησιού στο Αιγαίο την προηγούμενη εβδομάδα από τον σταρ του Χόλιγουντ Τζόνι Ντεπ, που λέγεται ότι έφτασε τα 4,2 εκατ. ευρώ, έγινε ιδιωτικά», γράφει ο Guardian.
Ανεξάρτητοι παρατηρητές όμως φοβούνται. «Οι ιδιωτικοποιήσεις στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή σημαίνουν ξεπούλημα», δήλωσε ο πολιτικός οικονομολόγος, Γενς Μπαστιάν. Ενας από τους αξιωματούχους υπεύθυνους για τις ιδιωτικοποιήσεις στην Taskforce της Κομισιόν για την Ελλάδα, πιστεύει ότι είναι «πολιτικό λάθος» να τίθεται ο στόχος των 50 δισ. ευρώ από πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων, με την απουσία στήριξης από Ελληνες πολιτικούς από όλο το φάσμα, από τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ ως τον ΣΥΡΙΖΑ.
«Ποτέ δεν είχαμε μία πολιτική πλειοψηφία που να αποδέχεται την ιδέα των ιδιωτικοποιήσεων. Πώς θα δημιουργηθεί το πολιτικό μομέντουμ που απουσιάζει τα τελευταία πέντε χρόνια, υπό τις ακόμη πιο δύσκολες συνθήκες που υπάρχουν σήμερα;», αναρωτιέται.
Οι δανειστές της Ελλάδας έχουν τον ίδιο σκεπτικισμό. Η δική τους απάντηση είναι ο αυστηρότερος έλεγχος. Το Ταμείο Ιδιωτικοποιήσεων θα το διοικούν Ελληνες, αλλά υπό τη στενή παρακολούθηση των δανειστών.
Η Ελλάδα έχει επείγουσα ανάγκη για ρευστό. Αν και το πρόγραμμα της ευρωζώνης θα φτάνει τα 86 δισ., μόνο 50 δισ. από αυτά είναι στο τραπέζι, από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, σημειώνει η βρετανική εφημερίδα. Ο Πίτερ Ντόιλ, πρώην οικονομολόγος του ΔΝΤ, θεωρεί ότι το ελληνικό πρόγραμμα είναι υποχρηματοδοτούμενο. «Οι Ευρωπαίοι απλά δεν έχουν αρκετό ρευστό. Και ο καλύτερος τρόπος για να καλυφθεί αυτό το κενό είναι οι ιδιωτικοποιήσεις», αναφέρει. «Το Ταμείο Ιδιωτικοποιήσεων αντιμετωπίζει την ανταλλαγή ανάμεσα σε κάτι που δίκαιο και ανοιχτό με αμερόληπτες διαδικασίες ή κάτι που θα φέρει τα απαιτούμενα χρήματα», προσθέτει. Ο ίδιος φοβάται ότι η Ελλάδα μπορεί να οδεύει στο δρόμο που πήρε η Ρωσία τη δεκαετία του '90, όταν πολύτιμα κρατικά περιουσιακά στοιχεία πουλήθηκαν σε πεσμένες τιμές για να συγκεντρωθεί το ρευστό για το οποίο υπήρχε επείγουσα ανάγκη, δημιουργώντας μία νέα τάξη ολιγαρχών στην πορεία.
«Αυτό που όλοι πιστεύουμε ότι χρειάζεται η Ελλάδα- να ξεφορτωθεί την ολιγαρχία- στην πραγματικότητα θα εδραιωθεί από ιδιωτικοποιήσεις που θα γίνουν με αυτό τον τρόπο», τονίζει ο Ντόιλ, ο οποίος είχε εργαστεί σε ιδιωτικοποιήσεις στην Τσεχία, τη Σλοβακία και την Πολωνία στη δεκαετία του '90. Η διαφορά ανάμεσα σε αυτές τις χώρες και την Ελλάδα, όπως λέει, είναι ότι ο λαός και οι πολιτικοί στην κεντρική Ευρώπη αποδέχθηκαν την ιδέα των ιδιωτικοποιήσεων, παρά τις βραχυπρόθεσμες δυσκολίες.
Ο ίδιος είναι πεπεισμένος ότι το τρέχον πλάνο ιδιωτικοποιήσεων για την Ελλάδα είναι καταδικασμένο να αποτύχει. «Το πρόγραμμα δημιουργήθηκε για να ενθαρρύνει την Ελλάδα να εγκαταλείψει το ευρώ και αυτό το πλάνο δεν λειτούργησε. Οπότε τώρα μείναμε με μία συμφωνία για τις ιδιωτικοποιήσεις την οποία κανείς- ούτε καν οι δανειστές- δεν ήθελαν ποτέ να συμβεί», κατέληξε.