Στο φάσμα της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού το 25% του πληθυσμού

Στο φάσμα της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού το 25% του πληθυσμού

Παραμένουν σε υψηλά επίπεδα τα ποσοστά του ελληνικού πληθυσμού, που αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο της φτώχειας ή του κοινωνικού αποκλεισμού, παρά τα προγράμματα ενίσχυσης της κοινωνικής πολιτικής των τελευταίων ετών. Σύμφωνα με την έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών 2021 της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό, έφθασε στο υπό εξέταση έτος στο 28,3% του πληθυσμού της χώρας, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 0,9% σε σχέση με το 2020. 

Το 6,9% των νοικοκυριών δήλωσε ότι το εισόδημα του αυξήθηκε κατά τους τελευταίους δώδεκα μήνες, ενώ το 26,3% των νοικοκυριών ότι μειώθηκε και το 66,7% των νοικοκυριών ότι παρέμεινε το ίδιο.

Η αύξηση του ποσοστού του κινδύνου φτώχειας ή σε κοινωνικό αποκλεισμό οφείλεται στην αύξηση του ποσοστού του πληθυσμού σε χαμηλή ένταση εργασίας (από 11,8% το 2020 σε 13,6% το 2021) και του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας από 17,7% το έτος 2020 σε 19,6% το έτος 2021.

Ο κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού είναι υψηλότερος στην περίπτωση των παιδιών ηλικίας 17 ετών και κάτω (32,0%).

Το ποσοστό πληθυσμού ηλικίας 18-64 ετών που διαβιεί σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας υπολογίζεται σε 13,6% επί του συνόλου του πληθυσμού αυτής της ομάδας ηλικιών, εμφανίζοντας αύξηση κατά 1,8 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το έτος 2020. Το ποσοστό για τους άνδρες ανέρχεται σε 12,5% και για τις γυναίκες σε 14,6%.

Το κατώφλι της φτώχειας ανέρχεται στο ποσό των 5.251 ευρώ ετησίως ανά μονοπρόσωπο νοικοκυριό και σε 11.028 ευρώ για νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών, και ορίζεται στο 60% του διάμεσου συνολικού ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, το οποίο εκτιμήθηκε σε 8.752 ευρώ, ενώ το μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών της Χώρας εκτιμήθηκε σε 17.089 ευρώ.

Το έτος 2021 (περίοδος αναφοράς εισοδήματος 2020), το 19,6% του συνολικού πληθυσμού της Χώρας ήταν σε κίνδυνο φτώχειας σημειώνοντας αύξηση κατά 1,9 ποσοστιαίες μονάδες. Ο δείκτης αυτός που κατά το έτος 2005 (με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το έτος 2004) ανερχόταν στο 19,6%, σημείωσε αυξητική πορεία έως το έτος 2012 όπου εκτιμήθηκε στο 23,1% ενώ άρχισε να μειώνεται από το έτος 2014.

Τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας εκτιμώνται σε 765.372 σε σύνολο 4.108.895 νοικοκυριών και τα μέλη τους σε 2.054.015 στο σύνολο των 10.498.099 ατόμων του εκτιμώμενου πληθυσμού της Χώρας που διαβιεί σε ιδιωτικά νοικοκυριά.

Ο κίνδυνος φτώχειας για παιδιά ηλικίας 0-17 ετών (παιδική φτώχεια) ανέρχεται σε 23,7% σημειώνοντας άνοδο κατά 2,8 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2020, ενώ για τις ομάδες ηλικιών 18-64 ετών και 65 ετών και άνω ανέρχεται σε 20,6% (18,4% το 2020) και 13,5% (13,0% το 2020), αντίστοιχα.

Σε τρεις Περιφέρειες (Αττική, Κρήτη, και Νότιο Αιγαίο) καταγράφονται ποσοστά κινδύνου φτώχειας χαμηλότερα από αυτό του συνόλου της Χώρας ενώ στις υπόλοιπες δέκα (10) Περιφέρειες (Θεσσαλία, Ιόνια Νησιά, Ήπειρος, Βόρειο Αιγαίο, Δυτική Ελλάδα, Πελοπόννησος, Δυτική Μακεδονία, Στερεά Ελλάδα, Κεντρική Μακεδονία και Ανατολική Μακεδονία και Θράκη) τα αντίστοιχα ποσοστά είναι υψηλότερα.

Χαρακτηριστικά πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας

Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας το 2021 είναι ελαφρώς υψηλότερο για τις γυναίκες (19,8%) σε σχέση με τους άνδρες (19,4%).

Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τους άνδρες και για τις γυναίκες αυξήθηκε κατά 1,9 και 2,0 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα το 2021 σε σχέση με το 2020.

Ο κίνδυνος φτώχειας για άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών εκτιμάται σε 15,6% για τις γυναίκες και σε 11,0% για τους άνδρες.

Ο κίνδυνος φτώχειας για άτομα ηλικίας άνω των 75 ετών εκτιμάται σε 14,0% ενώ για άτομα ηλικίας κάτω των 75 ετών σε 20,2%.

Ο κίνδυνος φτώχειας για τις γυναίκες άνω των 75 ετών εκτιμάται σε 17,4%, ενώ για τους άνδρες της αντίστοιχης ομάδας ηλικιών εκτιμάται σε 9,5%.

Ο κίνδυνος φτώχειας των νοικοκυριών με έναν ενήλικα και τουλάχιστον ένα εξαρτώμενο παιδί ανέρχεται σε 30,1%, ενώ των νοικοκυριών με τρεις ή περισσότερους ενήλικες με εξαρτώμενα παιδιά ανέρχεται σε 31,5% και των νοικοκυριών με δύο ενήλικες και 2 εξαρτώμενα παιδιά σε 18,1%.

Οι εργαζόμενοι 18 ετών και άνω αντιμετωπίζουν χαμηλότερο κίνδυνο φτώχειας σε σύγκριση με τους ανέργους και τους οικονομικά μη ενεργούς (νοικοκυρές κ.λπ.). Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τους εργαζομένους 18 ετών και άνω ανέρχεται σε 11,3%, σημειώνοντας αύξηση κατά 1,2 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το έτος 2020.

Για τους ανέργους, ο κίνδυνος φτώχειας είναι σημαντικά μεγαλύτερος και ανέρχεται σε 45,4%, παρουσιάζοντας σημαντική διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών (54,3% και 38,6% αντίστοιχα).

Ο κίνδυνος φτώχειας για όσους είναι οικονομικά μη ενεργοί (μη συμπεριλαμβανομένων των συνταξιούχων) αυξήθηκε κατά 2,2 ποσοστιαίες μονάδες και ανήλθε σε 27,3 %.

Όσον αφορά στα εισοδήματα, το 6,9% των νοικοκυριών δήλωσε ότι το εισόδημα του αυξήθηκε κατά τους τελευταίους δώδεκα μήνες, ενώ το 26,3% των νοικοκυριών ότι μειώθηκε και το 66,7% των νοικοκυριών ότι παρέμεινε το ίδιο.

Tο 23,7% δήλωσε ότι ο κύριος λόγος αύξησης ή μείωσης του εισοδήματος ήταν η πανδημία (COVID-19), εκ των οποίων το 3,4% δήλωσε ότι αυξήθηκε το εισόδημά του και το 20,4% ότι μειώθηκε.

Το μέσο ισοδύναμο ατομικό διαθέσιμο εισόδημα ανήλθε σε 9.952 ευρώ, μειωμένο κατά 0,9% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ