Οι προτάσεις 12 οργανώσεων για το  σχέδιο νόμου για το κλίμα

 Οι προτάσεις 12 οργανώσεων για το  σχέδιο νόμου για το κλίμα

Καλούν την κυβέρνηση να βελτιώσει το σχέδιο κλιματικού νόμου για να ανταποκρίνεται στον στόχο του 1,5ο C και να το καταθέσει ταχύτατα στη βουλή προς ψήφιση

 

Δώδεκα οργανώσεις και φορείς (ΓΣΕΕ, Medasset, Ελληνική Εταιρία Προστασίας της Φύσης, Οικολογική Εταιρία Ανακύκλωσης, Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού, Καλλιστώ, Νόμος & Φύση, Γιατροί του Κόσμου, Vouliwatch, Greenpeace, WWF Ελλάς), οι οποίες σε συνεργασία με εκατοντάδες πολίτες συνδιαμόρφωσαν την πρώτη πρόταση κλιματικού νόμου[ που κατέθεσαν στην κυβέρνηση και τα μέλη του Κοινοβουλίου τον Ιούνιο του 2021, συμμετέχουν στη δημόσια διαβούλευση υποβάλλοντας εκτενή σχόλια με στόχο την ουσιαστική βελτίωση του σχεδίου νόμου.

Με την ψήφισή του, η Ελλάδα θα γίνει το 15ο μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αποκτά κλιματικό νόμο ως το απαραίτητο εργαλείο που θέτει το πλαίσιο, δίνει τη στρατηγική κατεύθυνση και χαράσσει την πορεία προς την κλιματική ουδετερότητα. Υπό αυτό το πρίσμα, το υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου είναι ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Είναι ωστόσο, ένα τελείως ανεπαρκές βήμα. Απαιτούνται τομές για την ταχεία απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα και την προστασία της φύσης με γενναίους όρους κοινωνικής δικαιοσύνης, αν θέλουμε να έχουμε μία πιθανότητα να αποτρέψουμε μια ανεξέλεγκτη κλιματική κατάρρευση.
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Κλιματικής Αλλαγής Copernicus[3], τα τελευταία 7 χρόνια ήταν και τα 7 πιο θερμά που έχουν καταγραφεί ποτέ. To 2021 αποτέλεσε το πέμπτο πιο θερμό έτος στην ιστορία καταγράφοντας τεράστιες καταστροφές στην Ευρώπη και την Ελλάδα που επλήγη από καταστροφικές πυρκαγιές και πλημμύρες. Παρόλα αυτά, το 2021[4] σημειώθηκε η μεγαλύτερη (από την έναρξη της οικονομικής κρίσης το 2010) ετήσια αύξηση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στον ενεργειακό τομέα (κατά περισσότερο από 6%), ως αποτέλεσμα της χαλάρωσης των περιοριστικών μέτρων της πανδημίας και των ανεπαρκών πολιτικών για την απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα. Εάν δεν αλλάξουμε πορεία, κατευθυνόμαστε προς έναν πλανήτη κατά 2.4oC θερμότερο[5] με ανυπολόγιστες επιπτώσεις για την ανθρωπότητα.
Η ψήφιση ενός φιλόδοξου και επιστημονικά τεκμηριωμένου κλιματικού νόμου μπορεί να αποτελέσει την πιο σημαντική εξέλιξη της χρονιάς για την κλιματική δράση της χώρας, σηματοδοτώντας μια περιβαλλοντικά βιώσιμη, κοινωνικά δίκαιη και οικονομικά αποδοτική μετάβαση της χώρας στην κλιματική ουδετερότητα. Θα πρέπει να γίνουν όμως μία σειρά από σημαντικές βελτιώσεις και προσθήκες στο υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου.
Οι δώδεκα (12) οργανώσεις και φορείς καλούν την ελληνική κυβέρνηση να προχωρήσει άμεσα στις σχετικές βελτιώσεις και να καταθέσει το τελικό κείμενο στη βουλή για ψήφιση.
Παρακάτω παρατίθεται μία συνοπτική καταγραφή με τις σημαντικότερες ελλείψεις του νομοσχεδίου, καθώς και προτάσεις για τη βελτίωσή του:
1. Κλιματικοί στόχοι

Οι στόχοι μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, αν και αναβαθμισμένοι σε σύγκριση με τους υφιστάμενους -πενιχρούς- στόχους[6], παραμένουν ανεπαρκείς σε σύγκριση με αυτό που υπαγορεύει η επιστήμη. Σε κάθε περίπτωση, οι στόχοι θα πρέπει να είναι νομικά δεσμευτικοί ώστε να υποχρεώνουν σε εφαρμογή όλα τα μέρη με τρόπο σαφή, διαφανή και αξιόπιστο. Άλλωστε ο ευρωπαϊκός κλιματικός νόμος, όπως και οι κλιματικοί νόμοι 10 ευρωπαϊκών κρατών (Γερμανία, Σουηδία, Δανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ιρλανδία, Γαλλία, Λουξεμβούργο, Ουγγαρία, Ισπανία, Φινλανδία), προβλέπει νομικά δεσμευτικούς

Στα θετικά του στοιχεία το νομοσχέδιο προβλέπει ενδιάμεσο στόχο για το 2040 και διαδικασία αναθεώρησης των στόχων κάθε πέντε χρόνια. Θα ήταν ωστόσο πιο αποδοτικό να τεθούν και ενδιάμεσοι στόχοι για το 2035 και το 2045, ώστε να διασφαλιστεί η όσο το δυνατόν πιο αποδοτική τροχιά προς την κλιματική ουδετερότητα, αφού έτσι θα αξιολογείται πιο έγκαιρα η πρόοδος που επιτυγχάνεται και θα λαμβάνονται υπόψη τα πιο επικαιροποιημένα επιστημονικά και τεχνολογικά δεδομένα. Η πρόβλεψη τομεακών προϋπολογισμών άνθρακα είναι επίσης θετικό στοιχείο, το οποίο θα πρέπει να ενισχυθεί όμως περαιτέρω στο τελικό κείμενο.

2. Απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα

Οι ενεργειακοί στόχοι του νομοσχεδίου για την προώθηση των ΑΠΕ και της εξοικονόμησης ενέργειας είναι ασαφείς και ανεπαρκείς. Θα πρέπει ως εκ τούτου να ενσωματωθούν εξειδικευμένοι και φιλόδοξοι, νομικά δεσμευτικοί στόχοι που θα μετασχηματίζουν το ενεργειακό σύστημα ηλεκτροπαραγωγής σε 100% ΑΠΕ έως το 2035 με όρους περιβαλλοντικής βιωσιμότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης. Η προώθηση της εξοικονόμησης ενέργειας και η σωστά σχεδιασμένη διείσδυση των ΑΠΕ είναι από τα πιο αποτελεσματικά και οικονομικά αποδοτικά εργαλεία που διαθέτουμε για την ταχεία μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου[7].

Οι ενεργειακοί στόχοι που εξειδικεύονται (μεταφορές, κτίρια, μη διασυνδεδεμένα νησιά) κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση. Θα πρέπει ωστόσο να μην περιορίζονται στην αλλαγή της τεχνολογίας, αλλά να αντιμετωπίζουν και κοινωνικά ζητήματα, όπως για παράδειγμα η προστασία των πιο ευάλωτων νοικοκυριών και η διασφάλιση της συμμετοχής των πολιτών στην ενεργειακή μετάβαση. Ειδικά για τα κτίρια, το σχέδιο νόμου θα πρέπει να γίνει αρκετά πιο φιλόδοξο και τολμηρό υιοθετώντας στόχους για την υποχρεωτική παραγωγή ΑΠΕ και την οριστική απαγόρευση των καυστήρων αερίου.

Η απεξάρτηση από τον λιγνίτη μετατίθεται για το “αργότερο έως το 2028”, όταν μόλις τον περασμένο Σεπτέμβριο από το βήμα των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη, ο Πρωθυπουργός εξήγγειλε ως καταληκτική ημερομηνία το 2025[8]. Αν και προβλέπεται στο νομοσχέδιο η επανεξέταση της προθεσμίας το 2023, θα πρέπει να τονιστεί ότι για κάθε χρόνο που θα λειτουργεί η νέα λιγνιτική μονάδα Πτολεμαΐδα V, η Ελλάδα θα εκπέμπει επιπλέον περίπου 4 εκατομμύρια τόνους διοξειδίου του άνθρακα ή αλλιώς περίπου το 5% των ετήσιων εκπομπών της.

Εξαιρετικά αρνητικό στοιχείο του νομοσχεδίου είναι ότι δεν προβλέπονται στόχοι για την απεξάρτηση από το ορυκτό αέριο, πολλώ δε μάλλον νομικά δεσμευτικοί. Δεν γίνεται επίσης η παραμικρή αναφορά στον τερματισμό των εξορύξεων υδρογονανθράκων, την ώρα μάλιστα που τα αδιέξοδα του προγράμματος ανάπτυξης υδρογονανθράκων γίνονται όλο και πιο προφανή, ενώ ολοένα και περισσότερα κράτη ανακοινώνουν σχετικά σχέδια[9]. Η επιστήμη είναι σαφής: δεν μπορούμε να προχωρήσουμε σε νέες εξορύξεις και υποδομές υδρογονανθράκων αν θέλουμε να πετύχουμε τον στόχο του 1,5 βαθμού Κελσίου[10].

3. Προστασία της φύσης

Η ανάγκη για προστασία της φύσης δεν αναδεικνύεται σε προτεραιότητα και συστατικό στην προσπάθεια για τον μετριασμό της κλιματικής κρίσης, αλλά αντιμετωπίζεται με ασάφεια ή ως εργαλείο στις διατάξεις της προσαρμογής. Η προστασία και διατήρηση φυσικών οικοσυστημάτων θα πρέπει να αποτελέσει κομβικό εργαλείο για την επίτευξη των στόχων του νομοσχεδίου, σε ό,τι αφορά τόσο τη μείωση εκπομπών μέσω των απορροφήσεων διοξειδίου του άνθρακα από φυσικές καταβόθρες, όσο και την ενίσχυση της προσαρμοστικής ικανότητας και κλιματικής ανθεκτικότητας. Κατ’ εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας και της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής για τη βιοποικιλότητα, το νομοσχέδιο θα πρέπει να περιλαμβάνει διατάξεις για τη διεύρυνση και την ενίσχυση του εθνικού συστήματος προστατευόμενων περιοχών, τον καθορισμό οικολογικών διαδρόμων για την ενίσχυση της συνδεσιμότητας των προστατευόμενων περιοχών και την αποκατάσταση φυσικών οικοσυστημάτων. Για τα μέτρα και τις δράσεις αυτές, έμφαση θα πρέπει να δίνεται σε οικοτόπους και είδη ευάλωτα στην κλιματική αλλαγή καθώς και σε οικοτόπους που συμβάλλουν στη βελτίωση των απορροφήσεων από φυσικές καταβόθρες και στην ενίσχυση της προσαρμοστικής ικανότητας και κλιματικής ανθεκτικότητας.

Κατ’ ελάχιστον θα πρέπει να ενσωματωθούν οι στόχοι για την προστασία της φύσης, όπως εξαγγέλθηκαν από τον Πρωθυπουργό στη Διάσκεψη της IUCN τον Σεπτέμβριο του 2021 ως απαραίτητο συστατικό της δράσης για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
Εξίσου σημαντικό, από το νομοσχέδιο παραλείπεται κάθε αναφορά στο θέμα του χωρικού/πολεοδομικού σχεδιασμού, στην ανάπτυξη των ελληνικών πόλεων βάσει των αρχών του μοντέλου της συμπαγούς πόλης και την ενίσχυση της κλιματικής ανθεκτικότητας του παράκτιου χώρου.
4. Κλιματική διακυβέρνηση

Ο ρόλος των πολιτών και της επιστήμης δεν πρέπει να περιορίζεται σε διαβουλεύσεις, εκ των υστέρων αξιολογήσεις ή γνωμοδοτήσεις κατόπιν πρόσκλησης του εκάστοτε υπουργού. Απαιτούνται ισχυρά όργανα, με διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια και ισχυρούς ρόλους στη διαμόρφωση πολιτικής, τον έλεγχο και την αξιολόγηση. Θα πρέπει να προβλεφθούν ανεξάρτητα όργανα δημόσιας συμμετοχής και επιστημονικής παρακολούθησης της πορείας της χώρας προς την κλιματική ουδετερότητα με ισχυρές και ουσιαστικές αρμοδιότητες.

Επίσης δεν υπάρχει καμία αναφορά στο πολύ σημαντικό κεφάλαιο της Κλιματικής και ευρύτερης περιβαλλοντικής εκπαίδευσης, τόσο για τους νέους, όσο και για τους ενήλικες.

5. Δικαιώματα

Στο νομοσχέδιο δεν υπάρχει καμία αναφορά στο κομβικής σημασίας κεφάλαιο των δικαιωμάτων κάθε ανθρώπου στην κλιματική σταθερότητα, τη βέλτιστη διαθέσιμη επιστήμη και τη διασφάλιση του περιβαλλοντικού κεκτημένου, όπως το δικαίωμα στον καθαρό αέρα, καθαρό πόσιμο νερό, τροφή, ασφάλεια καταλύματος.

Η κλιματική αλλαγή χωρίς την άμεση λήψη των απαραίτητων μέτρων θα επιβαρύνει σημαντικά τη δημόσια υγεία και το προσδόκιμο ζωής, ενώ θα εντείνει τις κοινωνικές ανισότητες, τον αποκλεισμό και τη φτωχοποίηση όλο και περισσότερων ατόμων καθιστώντας τη μετανάστευση εκατομμυρίων ανθρώπων αναπόφευκτη ανάγκη. Η πανδημία μας διδάσκει με τον πλέον επώδυνο τρόπο ότι η επανεμφάνιση ασθενειών που έχουν εκλείψει ή η έξαρση ασθενειών που συνδέονται με τα ακραία καιρικά φαινόμενα όπως παρατεταμένα κύματα καύσωνα και ξηρασίας, κοστίζει ήδη σε ζωές, κλονίζει τη δημόσια υγεία και τελικά οδηγεί στην ταχεία κατάρρευση του ανθρώπινου είδους ξεκινώντας από τους ευάλωτους πληθυσμούς (παιδιά, ηλικιωμένοι ή άτομα με χρόνιες παθήσεις, οικονομικά ευάλωτα ή κοινωνικά αποκλεισμένα άτομα), οι οποίοι είναι και το μεγαλύτερο ποσοστό στην Ελλάδα και τον πλανήτη.

Επίσης δεν υπάρχει καν αναφορά στο μεγάλο και κρίσιμο κεφάλαιο της δίκαιης εργασιακής μετάβασης και του δικαιώματος σε ασφαλή και αξιοπρεπή εργασία, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ