Αυτό είναι το μεσοπρόθεσμο για την περίοδο 2019-2022 - Τι προβλέπει για φόρους και κατανάλωση
Δια του... Δημοσιονομικού Συμβουλίου δόθηκε πριν από λίγο στη δημοσιότητα ο "πυρήνας" του μεσοπρόθεσμου σχεδίου δημοσιονομικής στρατηγικής
Πρωτογενή πλεονάσματα "μαμούθ" τα οποία θα φτάσουν ακόμη και πάνω από το 5% (!) του ΑΕΠ θα προβλέπει το μεσοπρόθεσμο σχέδιο δημοσιονομικής στρατηγικής το οποίο θα κατατεθεί την Παρασκευή στη Βουλή. Τα "αποκαλυπτήρια" έγιναν μέσα από την έκθεση του δημοσιονομικού συμβουλίου το οποίο αποκάλυψε όλες τις βασικές δημοσιονομικές και μακροοικονομικές παραδοχές. Στην πράξη, το μεσοπρόθεσμο προβλέπει ότι παρά τη μείωση των συντάξεων και του αφορολογήτου, το 2022 θα μας βρει να έχουμε αναπτυχθεί με μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξεως του 2,1% και με τουλάχιστον 400.000 θέσεις εργασίας παραπάνω σε σχέση με τα σημερινά επίπεδα. Αν μάλιστα επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις για τα πρωτογενή πλεονάσματα μαμούθ ενδέχεται να έχουμε και χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές.
Αναλυτικά το περιεχόμενο της έκθεσης του δημοσιονομικού συμβουλίου, έχει ως εξής:
Δημοσιονομικές Προβλέψεις: Όπως αναφέρει το δημοσιονομικό συμβούλιο,ο στόχος που τίθεται στο ΜΠΔΣ 2019-2022 για πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 3,5% είναι απαιτητικός. Ωστόσο οι ισχυρές δημοσιονομικές επιδόσεις που κατεγράφησαν το 2016 και το 2017 (πρωτογενές πλεόνασμα 3,9% και 4,2% του ΑΕΠ αντίστοιχα) καθιστούν θεμιτή την εκτίμηση ότι είναι επιτεύξιμη η στόχευση για πρωτογενή πλεονάσματα της τάξεως του 3,5% του ΑΕΠ. Η επίτευξη του στόχου όπως έχει τεθεί από το Υπουργείο Οικονομικών στο ΜΠΔΣ 2019-2022, σε συνδυασμό με μεγέθυνση 2,16% σε μέσο ετήσιο ρυθμό μεταξύ 2018 και 2022, προϋποθέτει τη συγκράτηση των δημοσίων δαπανών στα επίπεδα των 86-87,5 δισ. ευρώ και τη διατήρηση μιας ελαφράς αυξητικής τάσης των δημοσίων εσόδων με μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξης του 1,35%. Πάντως για την επίτευξη του δημοσιονομικού στόχου όπως έχει τεθεί στη Σύμβαση Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης (ΣΧΔ) -με δεδομένο το ύψος των δαπανών- θα αρκούσε ηπιότερη αύξηση των δημοσίων εσόδων. Θα μπορούσε συνεπώς να θεωρηθεί ότι το πλεόνασμα των εσόδων που προκύπτει από αυτήν τη διαφορά ισοδυναμεί με αντίστοιχης έκτασης οιονεί «δημοσιονομικό χώρο», ο οποίος είναι δυνατό να αξιοποιηθεί σε στοχευμένες, σταδιακές και προγραμματισμένες μειώσεις της φορολογικής επιβάρυνσης. Ο δημοσιονομικός χώρος στον οποίο αναφέρεται η έκθεση ανέρχεται:
1. στα 111 εκατ. ευρώ για το 2018
2. στα 866 εκατ. ευρώ για το 2019
3. στα 1,287 δισ. ευρώ για το 2020
4. στα 2,112 δισ. ευρώ για το 2021 και
5. στα 3,582 δισ. ευρώ για το 2022
Είναι γεγονός ότι οι Δημόσιες Δαπάνες τα τελευταία έτη, στο πλαίσιο του προγράμματος προσαρμογής, έχουν καταστεί, μέγεθος πλήρως σχεδόν ελέγξιμο για την εκάστοτε Κυβέρνηση. Συνεπώς, ο στόχος για συγκράτηση των δαπανών στα επίπεδα που προβλέπει το σενάριο του ΜΠΔΣ 2019-2022 μπορεί να θεωρηθεί επιτεύξιμος. Παράλληλα, η εφαρμογή της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης μπορεί να συντελέσει στη σταθεροποίηση του απόλυτου ύψους της συνταξιοδοτικής δαπάνης σε σταθερές τιμές και το σταδιακό περιορισμό της σε χαμηλότερα επίπεδα ως ποσοστό του ΑΕΠ. Εύλογο είναι να γίνει δεκτό ότι η όποια συγκράτηση των δαπανών δεν μπορεί να προκύπτει από ενδεχόμενη, νέα συσσώρευση ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων της Γενικής Κυβέρνησης, όπως άλλωστε προβλέπεται τόσο από τον εκτελούμενο προϋπολογισμό όσο και από τις δεσμεύσεις του λήγοντος προγράμματος χρηματοδοτικής διευκόλυνσης. Όσον αφορά στο σκέλος των Εσόδων οι καλές επιδόσεις των τελευταίων ετών εκτιμάται ότι θα μπορούσαν να διατηρηθούν, υπό προϋποθέσεις, και κατά τα επόμενα έτη. Οι κυριότεροι λόγοι στους οποίους εδράζεται η εκτίμηση αυτή είναι:
α) ο μόνιμος χαρακτήρας της πλειονότητας των μέτρων που ελήφθησαν τα τελευταία χρόνια,
β) η βελτίωση της φορολογικής διοίκησης
γ) η επέκταση ηλεκτρονικών συναλλαγών/πληρωμών και
δ) η ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας με παράλληλη τόνωση της απασχόλησης. Σε αυτό το πλαίσιο παρέχεται η δυνατότητα στις δημοσιονομικές αρχές να προβούν, μετά τη λήξη του προγράμματος χρηματοδοτικής διευκόλυνσης στις διορθωτικές εκείνες κινήσεις που θα μπορούσαν να ανακατανείμουν στοχευμένα το φορολογικό βάρος, με τρόπο που να ανακουφίζει μερικώς από τη φορολογική κόπωση ενώ, συνάμα, θα συντηρεί το συνολικό ύψος των φορολογικών εσόδων ή θα το περιορίζει σύμφωνα με όσα προαναφέραμε.
Στις κυριότερες επιμέρους κατηγορίες εσόδων το προτεινόμενο ΜΠΔΣ προβλέπει μέση άνοδο των εισπράξεων άμεσων φόρων της τάξης του 3,9% μεταξύ 2018 και 2022 και μεταβολή των εισπράξεων έμμεσων φόρων με μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξης του 1,3%. Η τελευταία σηματοδοτεί την προβλεπόμενη μείωση του μεριδίου των έμμεσων φόρων στο ΑΕΠ αφού είναι αισθητά χαμηλότερη από το ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ ενώ αποπληθωριζόμενο το απόλυτο ύψος των έμμεσων φόρων φαίνεται να σταθεροποιείται. Η πρόβλεψη για αύξηση των εισπράξεων άμεσων φόρων εδράζεται κυρίως στην υψηλή εκτιμώμενη απόδοση άμεσων φόρων Φυσικών και Νομικών Προσώπων με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 6,1% και 5,3% αντίστοιχα την πενταετία 2018-2022. Η αύξηση των εισπράξεων φόρων Φυσικών Προσώπων ειδικά από το 2020 και μετά προβλέπεται να στηριχθεί και στη θεσμοθετημένη μείωση του αφορολόγητου ορίου. Τέλος η προβλεπόμενη αύξηση στις ασφαλιστικές εισφορές αποδίδεται αποκλειστικά στην αύξηση της απασχόλησης.
Οι Μακροοικονομικές Προβλέψεις του ΜΠΔΣ 2019-2022
Το σενάριο των μεσοπρόθεσμων μακροοικονομικών εξελίξεων της περιόδου 2019- 2022 στηρίζεται στις εξής αρχικές παραδοχές:
- - Ομαλή ολοκλήρωση του ισχύοντος προγράμματος
- - Διατύπωση δεσμευτικής πολιτικής απόφασης για το πλέγμα και το χρονοδιάγραμμα των μεσοπρόθεσμων μέτρων που θα καθιστούν μακροχρόνια διαχειρίσιμο το δημόσιο χρέος.
- - Εφαρμογή λεπτομερούς αναπτυξιακού σχεδίου για την ελληνική οικονομία. Υπό τις ανωτέρω σωρευτικές προϋποθέσεις, η ελληνική οικονομία μπορεί να επανέλθει σε τροχιά διατηρήσιμης μεγέθυνσης σε μεσο-μακροχρόνια περίοδο, όπως προβλέπει το ΜΠΔΣ 2019-2022. Ήδη το 2017 αποτέλεσε έτος κατά το οποίο η ελληνική οικονομία εξήλθε της στασιμότητας καταγράφοντας αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,4%.
Θετικά είναι και τα πρώτα σημάδια για την οικονομική δραστηριότητα το πρώτο τρίμηνο του 2018 κατά την διάρκεια του οποίου σημειώθηκε μεγέθυνση της τάξεως του 2,3% (η υψηλότερη επίδοση σε επίπεδο τριμήνου από το 2008). Η έκταση του δυναμισμού με τον οποίο θα αντιδράσει η οικονομία στο σύνολο του έτους θα συμβάλει αποφασιστικά σε σημαντική ενίσχυση των ρυθμών μεγέθυνσης κατά τα επόμενα έτη.
Η επίτευξη των στόχων για το 2018 αλλά και για τα επόμενα έτη συναρτάται στενά με τις δημοσιονομικές επιδόσεις της χώρας, καθώς και με συνθήκες πολιτικής σταθερότητας και σχετικής οικονομικής ανάκαμψης σε ευρωπαϊκή κλίμακα, παρά τους κλυδωνισμούς που αναμένεται να προξενήσουν ο αντίκτυπος που θα έχουν στις κεφαλαιαγορές πολιτικές αναταράξεις σε Ιταλία και Ισπανία, οι γεωπολιτικές αναστατώσεις στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, οι εξελίξεις των τιμών της ενέργειας και οι κλιμακούμενες πολιτικές προστατευτισμού από τις ΗΠΑ.
Ιδιωτική Κατανάλωση
Στην Ελλάδα το ποσοστό της ιδιωτικής κατανάλωσης στη διάρθρωση του Α.Ε.Π. κυμαίνεται περί το 70%. Συνεπώς είναι το μέγεθος του οποίου η εξέλιξη έχει την πλέον ισχυρή, βραχυχρόνια επίπτωση στη μεγέθυνση. Η αναθεώρηση της συμβολής της κατανάλωσης προς τα κάτω σε σχέση με το ΜΠΔΣ 2018-2021 -έχει σαφώς επηρεαστεί από την πρόσφατη υποτονική (κατά το 2017) και, εσχάτως, αρνητική μεταβολή (Α’ τρίμηνο 2018)- αποτυπώνει μια πιο ρεαλιστική εξέλιξη. Ωστόσο στο ΜΠΔΣ ο «πήχης» τίθεται πολύ ψηλά, προβλέποντας αύξηση με μέσο ετήσιο ρυθμό 1,1% μεταξύ 2018 και 2022. Η πίεση που ασκούν στο διαθέσιμο εισόδημα οι φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις των νοικοκυριών δεν φαίνεται να στηρίζουν μια τέτοια αισιοδοξία. Ενδεχόμενη πιστωτική επέκταση με έμφαση στην ιδιωτική κατανάλωση, η σημαντική αποκλιμάκωση της ανεργίας και η εξάλειψη του αποθέματος των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων της Γενικής Κυβέρνησης, συγκαταλέγονται στους παράγοντες που μπορεί να κάνουν το στόχο για την αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης επιτεύξιμο. Η εφαρμογή αντισταθμιστικών μέτρων, μπορεί να αμβλύνει την περιοριστική επίπτωση από τη μείωση των συντάξεων το 2019 και ιδίως του αφορολογήτου το 2020 και να συνδράμει στην τόνωση της ιδιωτικής κατανάλωσης.
Επενδύσεις
Σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΜΠΔΣ 2019-2022 οι επενδύσεις παραμένουν (σε σχέση με το ΜΠΔΣ 2018-2021) η κινητήρια δύναμη στην αύξηση του Α.Ε.Π., αφού προβλέπεται μεγάλη άνοδος με πραγματικούς ρυθμούς αύξησης που εκτιμάται πως θα ξεπεράσουν το 11% το 2018 και 2019, ενώ αναμένεται να διατηρηθούν σημαντικά υψηλοί και τα υπόλοιπα χρόνια του προγράμματος (μέσα επίπεδα ετήσιας αύξησης, περίπου 8,7% μεταξύ 2018 και 2022). Με δεδομένο ότι το ΠΔΕ θα παραμείνει σχεδόν σταθερό καθόλη την περίοδο 2018- 2022, το «βάρος» για την επίτευξη των στόχων πέφτει εξ ολοκλήρου στον ιδιωτικό τομέα. Οι προβλέψεις του ΜΠΔΣ για αύξηση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου καθίστανται έτσι αρκετά αισιόδοξες σε σχέση με τις προβλέψεις για τις υπόλοιπες συνιστώσες του Α.Ε.Π. Κατά συνέπεια τίθεται επιτακτικότερα από ποτέ άλλοτε το ζήτημα των κινήτρων, της διευκόλυνσης και της ευρύτερης ρύθμισης των όρων επιχειρηματικής δράσης, καθώς και της προσέλκυσης άμεσων ξένων επενδύσεων. Σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει τα μεγάλα επενδυτικά σχέδια που ήδη έχουν δρομολογηθεί (π.χ. το έργο στο πρώην αεροδρόμιο του Ελληνικού) να ξεκινήσουν να υλοποιούνται, σε συνδυασμό με μικρότερου μεγέθους επενδυτικές πρωτοβουλίες. Ειδικά για τις τελευταίες, η σταδιακή άμβλυνση των κεφαλαιακών ελέγχων θα συμβάλει δραστικά στην ενίσχυσή τους. Η οικοδομική δραστηριότητα, η οποία για δεκαετίες αποτέλεσε το μεγαλύτερο μέρος του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου, εκτιμάται ότι δεν πρόκειται να γνωρίσει άμεσα σημαντική ανάκαμψη. Συνεπώς, ο στόχος του Υπουργείου για μέσο ρυθμό αύξησης των επενδύσεων στην οικοδομή περί το 7,9% κρίνεται υπεραισιόδοξος.
Εξωτερικό Ισοζύγιο
Το ΜΠΔΣ 2019-2022 προβλέπει πραγματική αύξηση της αξίας τόσο των εισαγωγών όσο και των εξαγωγών, με την καθαρή συνεισφορά του εξωτερικού ισοζυγίου της χώρας στο ΑΕΠ να παραμένει ελαφρά αρνητική καθ’ όλη τη διάρκεια του ΜΠΔΣ. Το χρόνιο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου πρόσκαιρα έχει περιοριστεί, λόγω της μείωσης του διαθεσίμου εισοδήματος και των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων . Η πρόβλεψη του ΜΠΔΣ για αύξηση των εισαγωγών με ρυθμό που βαίνει μειούμενος μεταξύ 2018 και 2022 σε αντίστιξη με την πρόβλεψη για το ρυθμό της ιδιωτικής κατανάλωσης και με δεδομένα τα υψηλά ποσοστά αύξησης των επενδύσεων δημιουργεί ορισμένα εύλογα ερωτηματικά. Ο κίνδυνος για αύξηση των εισαγωγών ταχύτερη του 3,6% ετησίως, δεδομένης της υψηλής οριακής ροπής προς εισαγωγές που χαρακτηρίζει διαχρονικά τη λειτουργία της ελληνικής οικονομίας, είναι υπαρκτός.