ΣΕΒ: Αυξήσεις μισθών που δεν πλήττουν την ανταγωνιστικότητα

ΣΕΒ: Αυξήσεις μισθών που δεν πλήττουν την ανταγωνιστικότητα

O κατήφορος στους μισθούς - Από το 2011 ο μέσος πραγματικός μισθός έχει κατέλθει κάτω από το επίπεδο του 2002 και τα επόμενα έτη γύρω στο 88% αυτού.

Εάν οι αυξήσεις των μισθών δεν είναι συνεπείς με την πραγματικότητα που διαμορφώνουν παράγοντες όπως το μη μισθολογικό κόστος, η ικανότητα μετασχηματισμού της παραγωγής, το ρυθμιστικό και διοικητικό περιβάλλον, το κόστος χρηματοδότησης, η μακροοικονομική αβεβαιότητα και η λειτουργία «του κράτους δικαίου», τότε η εσωτερική και διεθνής ανταγωνιστικότητα της χώρας χειροτερεύει, αποθαρρύνεται η οικονομική ανάπτυξη και οδηγούμαστε σε απώλεια διεθνούς ανταγωνιστικότητας, απώλεια θέσεων εργασίας και μείωση εισοδημάτων για όλο και περισσότερα νοικοκυριά.

Αυτό επισημαίνει ο ΣΕΒ στο μηνιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων επανερχόμενος στο θέμα των εργασιακών σχέσεων, για να τονίσει: «Μια προσπάθεια να νομοθετήσουμε μια επιστροφή στο παρελθόν, να βγούμε από την κρίση μέσω της πόρτας που μας έβαλε σε αυτή διατηρώντας τις δομικές αδυναμίες του παρελθόντος, θα καταστρέψει ό,τι έχει απομείνει όρθιο στη χώρα ως ανταγωνιστικός και βιώσιμος τομέας "διεθνώς εμπορευσίμων" αγαθών και υπηρεσιών».

Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει ο Σύνδεσμος, την περίοδο 1995-2007 το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν σε πραγματικούς όρους παρουσίασε μέση ετήσια αύξηση 3,9%, ο μέσος ετήσιος ονομαστικός μισθός αύξηση 7,0% ενώ ο πραγματικός μέσος μισθός αυξήθηκε κατά 3% ετησίως. Το ποσοστό αυτό, επισημαίνει, είναι αισθητά υψηλότερο από το αντίστοιχο της παραγωγικότητας της εργασίας, η οποία την ίδια περίοδο αυξήθηκε κατά 2,6%, συμβάλλοντας έτσι στη χειροτέρευση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας.

Στη συνέχεια, την περίοδο της κρίσης, παρατηρείται σημαντική μείωση των μέσων ονομαστικών και πραγματικών μισθών για το σύνολο της οικονομίας, η οποία για την περίοδο 2009-2016 ανέρχεται συνολικά σε 18,9% και 22,5% αντίστοιχα (μείωση ΑΕΠ κατά 22,9%). Από το 2011 ο μέσος πραγματικός μισθός έχει κατέλθει κάτω από το επίπεδο του 2002 και τα επόμενα έτη γύρω στο 88% αυτού.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ