ΙΟΒΕ: Στο 2,1% η ανάπτυξη και στο 3% ο πληθωρισμός φέτος - O κρίσιμος ρόλος των επενδύσεων
Ο επικεφαλής του ΙΟΒΕ Νίκος Βέττας χαρακτήρισε ιδιαίτερα αρνητική εξέλιξη τη μείωση των εξαγωγών αγαθών
Ανάπτυξη 2,1% περιμένει για το 2024 το ΙΟΒΕ, με αβεβαιότητα σχετικά με το μέγεθος των κινδύνων που απορρέουν από το διεθνές περιβάλλον. Στην τριμηνιαία έκθεση του ιδρύματος γίνεται λόγος για σημαντική ενίσχυση των πάγιων επενδύσεων (+9,7%) και διατήρηση της δυναμικής της ιδιωτικής κατανάλωσης (+1,3%).
Ο μέσος πληθωρισμός για το 2024 αναμένεται ελαφρά υψηλότερος από τον μέσο όρο στην Ευρωζώνη, στην περιοχή του 3,0%, ενώ η ανεργία προβλέπεται ότι θα αποκλιμακωθεί περαιτέρω, αλλά με βραδύτερο ρυθμό, στην περιοχή του 10,3%.
Στον εξωτερικό τομέα, αναμένεται μικρή επιδείνωση στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, με τις εξαγωγές να μειώνονται ετησίως κατά -0,4% και τις εισαγωγές να αυξάνονται ετησίως κατά +1,8%.
Οι βασικοί κίνδυνοι για την ελληνική οικονομία είναι:
• Περαιτέρω γεωπολιτική αστάθεια και οικονομική αβεβαιότητα σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο (πόλεμος στην Ουκρανία, Μέση Ανατολή, εκλογές στις ΗΠΑ).
• Πιο αργή μείωση των επιτοκίων στην Ευρώπη, ειδικά σε εναλλακτικό σενάριο μεγάλης αύξησης των διεθνών τιμών ενέργειας.
• Υψηλό έλλειμμα στο εξωτερικό ισοζύγιο, με διαρθρωτικά χαρακτηριστικά.
• Απώλεια ανταγωνιστικότητας λόγω υψηλότερου του μ.ό. της Ευρωζώνης πληθωρισμού. Επίμονος πληθωρισμός σε αγαθά πρώτης ανάγκης.
• Αγορά εργασίας: Βραδύτερη αποκλιμάκωση του ποσοστού ανεργίας, μεταξύ άλλων λόγω υψηλής διαρθρωτικής ανεργίας.
• Σταδιακά σφιχτότεροι δημοσιονομικοί στόχοι. Παραμένει στενή η φορολογική βάση στην Ελλάδα.
• Υψηλό επιτοκιακό spread δανείων-καταθέσεων και συστηματικά αρνητικός ρυθμός αποταμίευσης των νοικοκυριών.
• Καθυστερήσεις στην εξυγίανση των κόκκινων δανείων εκτός τραπεζικών ισολογισμών, που δρουν ως εμπόδιο στην ανακατανομή των πόρων.
• Βραδύς ρυθμός κάλυψης του επενδυτικού κενού με χαμηλή τη συμβολή τομέων πλην των κατασκευών.
Κλειδί οι επενδύσεις
Το ΙΟΒΕ τονίζει τη σημασία των επενδύσεων για την ελληνική οικονομία, τόσο βραχυχρόνια όσο και μακροχρόνια.
Όπως επισημαίνεται στη μελέτη του, οι παράγοντες που στήριξαν την άνοδο της κατανάλωσης, όπως οι συσσωρευμένες αποταμιεύσεις στην έξοδο από την πανδημία και η ενίσχυση των νοικοκυριών από το δημόσιο ταμείο εξαντλούν τη θετική επίδρασή τους, ιδίως μετά το πλήγμα του πληθωρισμού στην αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών.
Παράλληλα, στο μέτωπο των εξαγωγών, η θετική δυναμική αντιμετωπίζει προκλήσεις, λόγω της χαμηλότερης ζήτησης στις παγκόσμιες αγορές και της σχετικά χαμηλής προστιθέμενης αξίας που ακόμη χαρακτηρίζει το μεγαλύτερο μέρος των εξαγωγών.
Συνεπώς, το ΙΟΒΕ τονίζει πως για να διατηρηθεί ένας σχετικά υψηλός ρυθμός μεγέθυνσης στην οικονομία, είναι απαραίτητο να καταγραφεί υψηλός ρυθμός αύξησης των επενδύσεων. Κάτι τέτοιο είναι εφικτό, επισημαίνεται, δεδομένης της περιόδου μείωσης των κινδύνων στην οποία έχει εισέλθει η ελληνική οικονομία, τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, αλλά και της διαθεσιμότητας των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Ακόμη και αν δεν επιτευχθεί άμεσα το ποσοστό συμμετοχής των επενδύσεων στο ΑΕΠ που υπάρχει σε άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες και υπήρχε και στη δική μας πριν το 2008, περί το 24%, το να υπάρξει μια πορεία συστηματικής αύξησης από τα τρέχοντα επίπεδα σταδιακά προς τον στόχο αυτό είναι η προϋπόθεση ώστε ο σημερινός ρυθμός μεγέθυνσης της οικονομίας, περί το 2%, να μην υποχωρήσει αλλά να ενισχυθεί προς επίπεδα που δεν θα καθιστούν προβληματική την διαχείριση του δημοσίου χρέους μελλοντικά, τονίζεται.
Υψηλή σημασία έχει επίσης το μείγμα των επενδύσεων μεσοπρόθεσμα, ώστε να υποστηρίζουν πρωτίστως εξαγωγικές δραστηριότητες και νέα παραγωγή, σε διάφορους τομείς προϊόντων και υπηρεσιών, που θα ενσωματώνει καινοτομία.