Πρόγραμμα Σταθερότητας: Χαμηλώνει η ανάπτυξη στο 2,5% για φέτος, ψηλώνουν τα πλεονάσματα έως το 2025
Τι περιλαμβάνει για χρέος, πληθωρισμό, ανεργία, επενδύσεις, παροχές
Ισχυρότερη ανάπτυξη και ταχύτερη μείωση του πληθωρισμού σε σχέση με την ΕΕ προβλέπει το Πρόγραμμα Σταθερότητας, το οποίο κατατέθηκε στην Κομισιόν. Ειδικότερα, προβλέπεται ρυθμός ανάπτυξης 2,5% για το τρέχον έτος και 2,6% για το 2025, με τον πληθωρισμό στο 2,6% και 2% αντίστοιχα. Στο δημοσιονομικό μέτωπο, αναμένονται πρωτογενή πλεονάσματα 2,1% τα έτη 2024 και 2025 και σημαντική αποκλιμάκωση δημοσίου χρέους, το οποίο θα πέσει από 172,7% το 2022 και 161,9% το 2023, σε 152,7% το 2024 και 146,3% το 2025.
Όπως επισημαίνει η ανακοίνωση του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, το Πρόγραμμα Σταθερότητας είναι σε συνοπτική μορφή, καθώς το πλήρες Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα (Medium-term fiscal-structural plan), που θα καλύπτει τα έτη 2025-2028 θα κατατεθεί, με βάση τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες, τον Σεπτέμβριο του 2024.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις που περιλαμβάνονται στο Πρόγραμμα, η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει την πορεία σύγκλισης επιτυγχάνοντας και το επόμενο διάστημα (όπως συμβαίνει ήδη τα προηγούμενα τρία έτη) υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης σε σχέση με το μέσο όρο της ΕΕ και παράλληλα ταχύτερη αποκλιμάκωση του πληθωρισμού σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Παράλληλα διασφαλίζεται η δημοσιονομική ισορροπία, η συνέχιση της μείωσης του χρέους και η άσκηση κοινωνικής πολιτικής με τις παρεμβάσεις σε μισθούς, συντάξεις και φόρους που ήδη έχουν ανακοινωθεί για την περίοδο 2024-2025, έχουν ξεκινήσει να εφαρμόζονται και οδηγούν σε μεγαλύτερη της αναμενόμενης αύξηση του εισοδήματος των πολιτών.
Ειδικότερα, ανά τομέα προβλέπονται συνοπτικά τα εξής:
Α. Πρωτογενή πλεονάσματα 2,1% τα έτη 2024 και 2025 και σημαντική αποκλιμάκωση δημοσίου χρέους
Στο Πρόγραμμα Σταθερότητας προβλέπεται πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 2,1% του ΑΕΠ τα έτη 2024 και 2025. Στη βάση αυτή, καταγράφεται σημαντική αποκλιμάκωση του λόγου χρέους ως προς το ΑΕΠ από 172,7% το 2022 και 161,9% το 2023, σε 152,7% το 2024 και 146,3% το 2025, δίνοντας θετικό σήμα στις αγορές και τους οίκους αξιολόγησης.
Η προβλεπόμενη μείωση του ελληνικού δημοσίου χρέους τα επόμενα χρόνια αποτελεί συνέχεια μιας μείωσης ρεκόρ την περίοδο 2021-2023, όταν ο λόγος δημοσίου χρέους ως προς ΑΕΠ έπεσε κατά 45 ποσοστιαίες μονάδες (από 207% του ΑΕΠ το 2020 σε 161,9% το 2023). Η μείωση αυτή, αποτελεί μακράν, την ταχύτερη μείωση δημοσίου χρέους που έχει σημειωθεί ποτέ στην Ευρώπη.
Β. Παρεμβάσεις κοινωνικής πολιτικής ύψους 2,4 δισ. ευρώ – Νέα αύξηση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων κατά 360 εκατ. ευρώ
Περιλαμβάνεται το σύνολο των δράσεων άνω του 1,5 δισ. ευρώ που υλοποιούνται το 2024, καθώς και οι παρεμβάσεις για το 2025 ύψους 880 εκατ. για τις οποίες έχει δεσμευθεί η κυβέρνηση. Ειδικότερα, περιλαμβάνονται:
1) Όλα τα μέτρα που έχουν προβλεφθεί στον Προϋπολογισμό του 2024 και ήδη υλοποιούνται, τα οποία ξεπερνούν σε κόστος τα 1,3 δισ. ευρώ:
- Η αύξηση του μισθολογίου των δημοσίων υπαλλήλων με εκτιμώμενο ετήσιο κόστος 930 εκατ. ευρώ σε μικτή βάση ή 600 εκατ. ευρώ καθαρά.
- Η αύξηση του αφορολόγητου κατά 1.000 ευρώ για οικογένειες με παιδιά με κόστος 135 εκατ. ευρώ.
- Η αύξηση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος με κόστος 43 εκατ. ευρώ.
- Η επέκταση και αύξηση του επιδόματος μητρότητας στους αγρότες και τους ελεύθερους επαγγελματίες, με κόστος 37 εκατ. ευρώ.
- Η αύξηση των συντάξεων κατά 3% με εκτιμώμενο κόστος 455 εκατ. ευρώ και επιπλέον 56 εκατ. για τις συντάξεις του μικρού δημοσίου.
2) Νέα μέτρα που εφαρμόζονται από το 2024 με κόστος 217 εκατ. ευρώ, επιπλέον αυτών που είχαν προβλεφθεί στον Προϋπολογισμό:
- Η αύξηση του επιδόματος γέννησης με κόστος 90 εκατ. ευρώ.
- Η αύξηση της αποζημίωσης των εφημεριών των ιατρών με κόστος 45 εκατ. ευρώ.
- Η επιστροφή του ΕΦΚ στο αγροτικό πετρέλαιο, με κόστος 82 εκατ. ευρώ.
3) Νέα αύξηση του Εθνικού Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων από το 2024 κατά 360 εκατ. ευρώ (από τα 2,05 δισ. ευρώ στα 2,41 δισ. ευρώ) προκειμένου να χρηματοδοτηθούν τα επενδυτικά έργα, αλλά και η αποκατάσταση της Θεσσαλίας.
4) Όλα τα μέτρα που έχει ανακοινώσει η Κυβέρνηση για εφαρμογή από το 2025, σε πλήρη στοίχιση με το προεκλογικό Πρόγραμμα:
- Μείωση 0,5% των ασφαλιστικών εισφορών με κόστος 225 εκατ. ευρώ.
- Κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος με κόστος 120 εκατ. ευρώ.
- Μονιμοποίηση της επιστροφής του ΕΦΚ στο αγροτικό πετρέλαιο με νέα μέθοδο, με εκτιμώμενο κόστος περί τα 100 εκατ. ευρώ.
- Παράταση της αναστολής του ΦΠΑ στις νέες οικοδομές με κόστος 20 εκατ. ευρώ.
- Αύξηση του φοιτητικού στεγαστικού επιδόματος με κόστος 15 εκατ. ευρώ.
- Αύξηση των συντάξεων με βάση το ΑΕΠ και τον πληθωρισμό, με κόστος περί τα 400 εκατ. ευρώ.
Η υλοποίηση των επιπλέον μέτρων σε σχέση με το Προϋπολογισμό, βασίζεται στην καλύτερη πορεία των εσόδων που παρατηρήθηκε το τελευταίο τρίμηνο του 2023 και τους πρώτους μήνες του 2024. Στη βάση αυτή το πρωτογενές αποτέλεσμα του 2023 ανήλθε σε 1,86% του ΑΕΠ έναντι στόχου για 1,15% του ΑΕΠ που περιλαμβανόταν στην Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού, γεγονός που δημιουργεί μια καλύτερη αφετηρία για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων του 2024.
Το θετικό αυτό αποτέλεσμα αποδεικνύει την δυναμική της Ελληνικής Οικονομίας, αλλά και τα σταδιακά οφέλη από την μείωση της φοροδιαφυγής και τη βελτίωση της φορολογικής συνείδησης. Είναι ενδεικτικό ότι το πρώτο τρίμηνο του 2024, τα 451 εκατ. ευρώ εκ των 598 εκατ. ευρώ που ήταν η υπέρβαση των στόχων των φορολογικών εσόδων, προήλθαν από την καταβολή φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων.
Γ. Σημαντικά υψηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης συγκριτικά με την ευρωζώνη- περαιτέρω αύξηση των επενδύσεων
Ο ρυθμός ανάπτυξης της Ελληνικής Οικονομίας, λαμβάνοντας υπόψη τις διεθνείς εξελίξεις, εκτιμάται σε 2,5% για το τρέχον έτος και 2,6% για το 2025.
Η αναθεώρηση σε πιο συντηρητικό στόχο σε σχέση με τον Προϋπολογισμό (από 2,9% σε 2,5%) βασίζεται στην επιβράδυνση που εμφανίζει η Ευρωπαϊκή οικονομία και στη παρατεταμένη περιοριστική νομισματική πολιτική της ΕΚΤ, που φαίνεται να επηρεάζει δυσμενέστερα από όσο αναμενόταν τις επενδύσεις σε Ευρωπαϊκό επίπεδο.
Στα πλαίσια αυτά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις χειμερινές προβλέψεις τον Φεβρουάριο του 2024 αναθεώρησε σε σχέση με τις φθινοπωρινές της προβλέψεις (του Νοεμβρίου 2023), τον ρυθμό ανάπτυξης στην Ευρωζώνη σε 0,8% από 1,2%, ενώ το ΔΝΤ (World Economic outlook) στις τελευταίες του προβλέψεις τον Απρίλιο του 2024 προβλέπει μηδαμινό ρυθμό αύξησης επενδύσεων στην Ευρωζώνη (0,1%, ενώ στην αντίστοιχη πρόβλεψη του Οκτωβρίου 2023 ήταν 0,6%).
Ωστόσο, οι προβλέψεις δείχνουν ότι σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, η Ελλάδα συνεχίζει να είναι στις πρωτοπόρες θέσεις στον ρυθμό ανάπτυξης (2,5% για το 2024 και 2,6% για το 2025) και στην αύξηση των επενδύσεων (9,1% για το 2024 και 14,4% για το 2025). Σε σύγκριση με τον μέσο όρο ανάπτυξης της Ευρωζώνης, η Ελληνική οικονομία, αφού αναπτύχθηκε με τετραπλάσιο ρυθμό το 2023 (2% έναντι 0,5%), αναμένεται να αναπτυχθεί με τριπλάσιο ρυθμό το 2024 (2,5% έναντι 0,8%) και με σημαντικά υψηλότερο ρυθμό το 2025 (2,6% έναντι 1,5%).
Δ. Μεγαλύτερη του αναμενόμενου ενίσχυση του εισοδήματος των πολιτών- Ταχύτερη αποκλιμάκωση του πληθωρισμού συγκριτικά με την Ευρωζώνη
Λαμβάνοντας υπόψη και την αύξηση του κατώτατου μισθού, το «ξεπάγωμα» των τριετιών και τις εξελίξεις στην αγορά εργασίας, οι αμοιβές εξαρτημένης εργασίας στη χώρα μας αναμένεται να αυξηθούν κατά 4,6% το 2024 έναντι 3,7% που προβλεπόταν στο Draft Budgetary Plan που υποβλήθηκε στην επιτροπή τον Οκτώβριο του 2023.
Αναφορικά με τον πληθωρισμό, το 2023 ανήλθε, με βάση τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή, σε 4,2% έναντι 5,4% του μέσου όρου της Ευρωζώνης. Το 2024 αναμένεται να διαμορφωθεί σε 2,6% έναντι 2,7% του μέσου όρου της Ευρωζώνης και το 2025 σε 2% που αποτελεί το στόχο της νομισματικής πολιτικής, έναντι 2,2% του μέσου όρου της Ευρωζώνης.
Τα ανωτέρω υποδεικνύουν ότι η Ελλάδα αναπτύσσεται σαφώς ταχύτερα από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης κλείνοντας την ψαλίδα σε όρους αγοραστικής δύναμης. Σωρευτικά την τριετία 2023-2025 η σωρευτική ανάπτυξη στην Ελλάδα αναμένεται να διαμορφωθεί σε 7,3%, έναντι μόλις 2,8% στην Ευρωζώνη, ενώ ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή αναμένεται να έχει αυξηθεί σωρευτικά κατά 1,6% λιγότερο από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης.
Ε. Η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας συνεχίζεται
Oι προβλέψεις συνηγορούν στο ότι σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη η Ελλάδα θα συνεχίσει να βρίσκεται στις πρώτες θέσεις στον ρυθμό ανάπτυξης και στην αύξηση των επενδύσεων. Και με τις αναθεωρημένες προβλέψεις, το 2024 αναμένεται αυξημένος, σε σχέση με το 2023, ρυθμός αύξησης τόσο του ΑΕΠ όσο και των επενδύσεων, ενώ σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης οι σχετικές διαφορές παραμένουν σε παρόμοια επίπεδα. Έτσι, αναμένεται να συνεχιστεί η διαδικασία σύγκλισης της ελληνικής οικονομίας ως προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, όπως αυτή βρίσκεται σε εξέλιξη από το 2019 και ύστερα. Υπενθυμίζεται ότι το 2023 η Ελλάδα κατέγραψε την υψηλότερη επίδοση ανάμεσα στις 27 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην αύξηση του κατά κεφαλή εισοδήματος.
Την επόμενη διετία προβλέπεται επίσης να συνεχιστεί η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας, η οποία αντανακλάται σε σειρά οικονομικών δεικτών. Συγκεκριμένα, παρατηρείται:
– Ρεκόρ 20ετίας στις άμεσες ξένες επενδύσεις: Τα τελευταία δύο έτη υπήρξε ρεκόρ άμεσων ξένων επενδύσεων της τελευταίας 20ετίας. Την περίοδο 2019-2023 στην Ελλάδα επενδύθηκαν από ξένους 24,9 δισ. ευρώ. Την ίδια περίοδο, στο εξωτερικό επενδύθηκαν από Έλληνες 8,1 δισ. ευρώ. Το ισοζύγιο εισροών-εκροών άμεσων επενδύσεων είναι θετικό για κάθε ένα από τα τελευταία πέντε χρόνια και σωρευτικά ανέρχεται σε πλεόνασμα €16,9 δισ. ευρώ. Δηλαδή, τα τελευταία πέντε χρόνια η Ελλάδα έχει ήδη προσελκύσει από μόνη της ένα ποσό σχεδόν ίσο με τις επιχορηγήσεις που λαμβάνει στα πλαίσια του RRF.
– Σταδιακή αλλά εμφανής επαναβιομηχάνιση της χώρας. Τα τελευταία πέντε χρόνια τα μεγέθη της ελληνικής βιομηχανίας έχουν αυξηθεί θεαματικά. Ενδεικτικά ο δείκτης βιομηχανικής παραγωγής (ΕΛΣΤΑΤ) στο διάστημα 2019-2023 αυξήθηκε κατά 13% σε πραγματικούς όρους, το μερίδιο της μεταποίησης στο σύνολο των άμεσων ξένων επενδύσεων υπερδιπλασιάστηκε από 7,5 % το 2019 σε 16,9 % το 2023 και το μερίδιο της βιομηχανίας στο ΑΕΠ αυξήθηκε σε 14 % το 2023, από 12 % το 2019. Επιπλέον η παραγωγικότητα στη βιομηχανία στο ίδιο διάστημα βελτιώθηκε κατά 18 %. ‘Όλα αυτά τα μεγέθη βρίσκονται σε υψηλά εικοσαετίας.
– Αλλαγή του μείγματος εξαγωγών της χώρας. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια (από το 2020 και ύστερα), και παρά την θεαματική αύξηση των εσόδων από τουρισμό, η Ελλάδα εξάγει περισσότερα αγαθά από υπηρεσίες. Συγκεκριμένα οι εξαγωγές αγαθών αυξήθηκαν από 33,1 δις. το 2019 σε 49,8 δισ. το 2023 ενώ οι υπηρεσίες (τουρισμός κ.λπ.) αυξήθηκαν από 40,4 δις. σε 48,9 δις. Ιδιαίτερα δε πρέπει να σταθούμε στην μεγάλη αύξηση εξαγωγών προϊόντων υψηλής τεχνολογίας, η οποία τα τελευταία χρόνια έχει υπερδιπλασιαστεί. Το συνολικό μέγεθος των εξαγωγών έχει σημειώσει μεγάλη αύξηση, από 73,5 δις. το 2019 σε 98,8 δις, το 2023.
– Σημαντική βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Σύμφωνα με σχετικές διεθνείς μετρήσεις, όπως αυτή του Economist Intelligence Unit η Ελλάδα είναι η χώρα με την μεγαλύτερη βελτίωση του επιχειρηματικού της περιβάλλοντος την περίοδο 2019-2023, αλλά και στην κατάταξη IMD, σύμφωνα με την οποία σε σχέση με το 2019 το 2023 η Ελλάδα έχει βελτιώσει την κατάταξή της κατά 9 θέσεις.
– Συνεχής μείωση της φοροδιαφυγής, όπως αυτή φαίνεται από την αύξηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, την σταθερή μείωση του κενού ΦΠΑ και όπως αυτή αποτυπώνεται από πρόσφατες σχετικές μελέτες, όπως αυτή του ΔΝΤ. Συγκεκριμένα το κενό ΦΠΑ ήταν 23,9% το 2019, το 2021 ανήλθε στο 17,8% και ο στόχος είναι ως το 2027 με την περαιτέρω επέκταση των ηλεκτρονικών συναλλαγών και την εφαρμογή των παρεμβάσεων για τη φοροδιαφυγή να μειωθεί στο 9%.
– Η συμπεριφορά των αγορών και των επενδυτών, που αντικατοπτρίζεται μεταξύ άλλων: στην αύξηση-ρεκόρ στον όγκο επενδύσεων στην Ελλάδα κατά 41% τα τελευταία πέντε χρόνια, την πολύ μεγάλη ζήτηση για ελληνικά ομόλογα (είναι ενδεικτικό ότι το η πρόσφατη έκδοση του 10ετούς και του 30ετούς ομολόγου υπερκαλύφθηκαν πάνω από 5 και 11 φορές αντίστοιχα), την μεγάλη επιτυχία των πρόσφατων συναλλαγών αποεπένδυσης του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και τις τοποθετήσεις μεγάλων κεφαλαίων σε ελληνικές επενδύσεις τόσο εντός όσο και εκτός κεφαλαιαγορών (π.χ. τις τελευταίες πρόσφατες αποκρατικοποιήσεις και την πολύ επιτυχημένη πρόσφατη πώληση του μεριδίου του ΤΑΙΠΕΔ στο Διεθνές Αεροδρόμιο Αθηνών όπου το ισχυρό επενδυτικό ενδιαφέρον υπερκάλυψε κατά 12 φορές την προσφορά, ανεβάζοντας τα συνολικά έσοδα του Δημοσίου στα 785 εκατ. ευρώ).