Νέο πτωχευτικό δίκαιο και υπερχρεωμένα νοικοκυριά: τα πρώτα βασικά σημεία κριτικής
Τέθηκε σε διαβούλευση το σχέδιο νόμου για τη θέσπιση Κώδικα Διευθέτησης Οφειλών και Παροχής Δεύτερης Ευκαιρίας, γνωστό και ως “νέο Πτωχευτικό”. Με το σχέδιο νόμου αυτό επιχειρείται καταρχάς η εναρμόνιση του Πτωχευτικού Κώδικα με τις σχετικές οδηγίες της ΕΕ για την αφερεγγυότητα των επιχειρήσεων. Ωστόσο, αφού ψηφιστεί, δε θα μείνει στην ιστορία ως ο νόμος που εκσυγχρόνισε το πτωχευτικό δίκαιο της ελληνικής έννομης τάξης. Αντίθετα, οι περισσότεροι θα τον θυμούνται ως το νόμο που κατάργησε το νόμο Κατσέλη και εξίσωσε την πτώχευση των επιχειρήσεων με την πτώχευση των φυσικών προσώπων.
Το σχέδιο νόμου είναι βέβαια ακόμα στο στάδιο της δημόσιας διαβούλευσης. Μέχρι την ψήφισή του ενδεχομένως υποστεί τροποποιήσεις, αμελητέες ή πιο εκτεταμένες. Από την ανάγνωση του κειμένου μπορούμε μόνο να εξαγάγουμε ορισμένα βασικά συμπεράσματα, που προδίδουν και τη στόχευση του συντάκτη του σχεδίου. Έτσι, θα προσπαθήσουμε να αναπτύξουμε περιληπτικά μόνο τα βασικά χαρακτηριστικά του σχεδίου και μόνο σε σχέση με τα φυσικά πρόσωπα και τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε αδυναμία να πληρώσουν τα χρέη τους.
Τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά δεν εντάσσονται σε μια ξεχωριστή διαδικασία δικαστικής ρύθμισης χρεών
Στα περισσότερα ευρωπαϊκά δίκαια αφερεγγυότητας προβλέπονται ειδικές διαδικασίες δικαστικής ρύθμισης χρεών για τα φυσικά πρόσωπα, που διακρίνονται από τις λοιπές διαδικασίες για τις επιχειρήσεις. Πράγματι, ούτε οι λόγοι που οδηγούν ένα νοικοκυριό σε υπερχρέωση είναι οι ίδιοι με μια επιχείρηση, ούτε οι ανάγκες του και τα οικονομικά και κοινωνικά διακυβεύματα. Οι έμποροι αναλαμβάνουν επιχειρηματικά ρίσκα, οφείλουν όχι μόνο σε τράπεζες αλλά και σε εργαζόμενους, προμηθευτές κτλ., ενώ αντίθετα τα νοικοκυριά συνήθως βασίζουν τις ελπίδες τους για μια καλύτερη ζωή στην προσδοκία ότι θα εξυπηρετήσουν τα τραπεζικά τους χρέη. Στις αφερέγγυες επιχειρήσεις το πρόκριμα για την πτώχευσή τους είναι η συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών τους, ενώ αντίθετα στην περίπτωση των υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων υπάρχουν συγκεκριμένα συνταγματικά δικαιώματα που πρέπει να προστατεύονται από την πολιτεία.
Το “νέο” αυτό πτωχευτικό δίκαιο διαγράφει με μία πρόταση όχι μόνο το νόμο Κατσέλη αλλά και τις αρχές του νομικού πολιτισμού που εξυπηρετούσε ως νομοθέτημα. Τα φυσικά πρόσωπα πλέον ταυτίζονται με τις πολύ μικρές επιχειρήσεις και εντάσσονται στη διαδικασία του άρθρου 99, που δεν είναι παρά η πτωχευτική διαδικασία, με κάποιες απλουστεύσεις. Είναι ενδεικτικό ότι οι ανάγκες των υπερχρεωμένων νοικοκυριών δεν αξίζουν καν μιας ειδικής αναφοράς, σε αντιδιαστολή με τις επιχειρήσεις, τόσο στο κείμενο του σχεδίου νόμου όσο και στην αιτιολογική έκθεση.
Το φυσικό πρόσωπο πτωχεύει ανεξάρτητα αν έχει ή όχι την εμπορική ιδιότητα
Στο νόμο Κατσέλη υπάγονται μόνο τα φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν εμπορική ιδιότητα. Στο σχέδιο νόμου δε γίνεται διάκριση ανάμεσα σε φυσικά πρόσωπα με ή χωρίς εμπορική ιδιότητα. Σε μία χώρα με τόσο έντονο το στοιχείο της ατομικής επιχείρησης και του προσωπικού δανεισμού για την ικανοποίηση επαγγελματικών αναγκών, η ρύθμιση αυτή θα ήταν πολύ θετική, αν προέβλεπε μια διαδικασία που θα λάμβανε υπόψη τις ιδιαιτερότητες της αφερεγγυότητας των φυσικών προσώπων, έστω κι αν είναι έμποροι. Ωστόσο, η λογική της άμεσης εκκαθάρισης των περιουσιακών στοιχείων και μέγιστης δυνατής συλλογικής ικανοποίησης των πιστωτών δεν εξυπηρετεί το σκοπό αυτό.
Την πτώχευση πλέον τη ζητούν και οι πιστωτές
Απόρροια των αρχών που αναφέρθηκαν παραπάνω και πρέπει να σέβεται ένα σύγχρονο δίκαιο ιδιωτικής αφερεγγυότητας είναι ότι η ρύθμιση των χρεών με το νόμο Κατσέλη είναι ένα δικαίωμα του οφειλέτη. Μόνο εκείνος μπορεί να ζητήσει να ενταχθεί στη διαδικασία και να υποστεί τις δοκιμασίες που αυτή προβλέπει. Αντίθετα, σύμφωνα με το σχέδιο νόμου, την πτώχευση του φυσικού προσώπου μπορεί να τη ζητήσουν και οι πιστωτές του. Έτσι, τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά θα κινδυνεύουν να εμπλακούν σε μια πολύπλοκη και δαπανηρή διαδικασία ακόμα και αν δεν το επιθυμούν, καθώς και να υποστούν το στίγμα της κατηγοριοποίησης τους ως πτωχευμένων στο νέο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας.
Κερκόπορτα στο ακατάσχετο των μισθών και συντάξεων;
Με μια έντονα προβληματική και γεμάτη ασάφειες διάταξη, ορίζεται ότι το εισόδημα των οφειλετών με περιουσία αξίας κάτω των 100.000 ευρώ θα αποτελεί μέρος της πτωχευτικής περιουσίας, κατά το μέρος που υπερβαίνει τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης. Αυτό σημαίνει, με απλά λόγια, ότι το εισόδημα πλέον των ευλόγων δαπανών θα παρακρατείται και θα αποδίδεται στους πιστωτές, άγνωστο για πόσα έτη. Βέβαια, τα ακατάσχετα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη εξαιρούνται από την πτωχευτική περιουσία και έτσι μόνο πρέπει να ερμηνευτεί η διάταξη. Δηλαδή, ότι ως εισόδημα θεωρείται κάθε πηγή ρευστότητας εκτός των μισθών, συντάξεων (και επιδομάτων). Η ασάφεια όμως της διάταξης προκαλεί προβληματισμό για το κατά πόσο θα αποτελέσει η ρύθμιση αυτή δούρειο ίππο κατά του ακατάσχετου των μισθών και συντάξεων.
Καμία πρόβλεψη για εξαίρεση της κύριας κατοικίας από τη ρευστοποίηση
Η προστασία της κύριας κατοικίας, ως συνταγματική επιταγή, αποτελούσε για τον καλόπιστο οφειλέτη απόλυτο δικαίωμα που μπορούσε να ασκήσει μέσα από τις διατάξεις του νόμου Κατσέλη. Η ρύθμιση του “νέου πτωχευτικού” συνιστά στην ουσία μια ελεημοσύνη της πολιτείας στα πολύ φτωχά νοικοκυριά, προκειμένου να μη βρεθούν χωρίς στέγη στο άμεσα μέλλον, αλλά λίγο αργότερα. Πιο συγκεκριμένα, μόνο πολύ φτωχοί οφειλέτες (με ετήσιο ατομικό εισόδημα μικρότερο των 9.600 ευρώ) θα μπορούν να ζητήσουν να αγοραστεί η κύρια κατοικία τους από έναν ιδιωτικό φορέα (δηλαδή επιχείρηση με σκοπό το κέρδος) στον οποίο θα καταβάλλουν μισθώματα για 12 έτη με δικαίωμα επαναγοράς στην αξία που θα έχει το ακίνητο όταν ασκήσουν το σχετικό δικαίωμα (χωρίς να προβλέπεται αν τα μισθώματα αυτά θα συνυπολογιστούν στην αξία επαναγοράς). Δεκάδες κρίσιμα στοιχεία των σχετικών διατάξεων είτε μένουν αρρύθμιστα είτε παραπέμπεται να ρυθμιστούν στο μέλλον από υπουργική απόφαση. Υπό τις προϋποθέσεις που τίθενται στην υπό διαβούλευση διάταξη και τις αμέτρητες ασάφειες που τη χαρακτηρίζουν, δεν δικαιούται να είναι κανείς αισιόδοξος για την προστασία της κύριας κατοικίας στην Ελλάδα.
Ο Βίκτωρας Τσιαφούτης είναι δικηγόρος και νομικός σύμβουλος της ΕΚΠΟΙΖΩ (Ένωση Καταναλωτών Ποιότητα Ζωής)