Τι θα γίνει με τον μισθό μου αν αρρωστήσω;
Στις εργασιακές σχέσεις ισχύει ο κανόνας ότι η καταβολή μισθού προϋποθέτει την παροχή εργασίας, υπάρχει δηλαδή μια στενή ανταλλακτική σχέση. Τον κανόνα αυτό, θεμελιώνει το άρθρο 648 ΑΚ που προβλέπει αφενός την υποχρέωση του μισθωτού για παροχή εργασίας, αφετέρου την υποχρέωση του εργοδότη να καταβάλει το συμφωνημένο μισθό. Εξαίρεση, ωστόσο, εισάγεται με διάταξη του άρθρου 657 ΑΚ, το οποίο μεταξύ άλλων προβλέπει, τη διατήρηση της αξίωσης του μισθωτού για μισθό, σε περίπτωση αποχής του από την εργασία οφειλόμενη σε σπουδαίο ανυπαίτιο λόγο και με την προϋπόθεση ότι έχει παρασχεθεί πραγματικά η εργασία για περισσότερες από δέκα ημέρες. Τέτοιον σπουδαίο λόγο συνιστά κατεξοχήν η ασθένεια του μισθωτού.
Πιο συγκεκριμένα, η ασθένεια του μισθωτού αποτελεί δικαιολογημένο κώλυμα αποχής του από την εργασία, χωρίς όμως να συντρέχει κίνδυνος να θεωρηθεί ως σιωπηρή καταγγελία της σύμβασης εργασίας εκ μέρους του μισθωτού, ήτοι ως οικειοθελής αποχώρηση. Ο Ν. 2112/1920 στο άρθρο 5 παρ. 3 ορίζει ότι αποχή υπαλλήλου από την εργασία, οφειλόμενη σε βραχείας σχετικώς διάρκειας ασθένεια, προσηκόντως αποδεδειγμένη, δεν θεωρείται ως λύση της σύμβασης εργασίας εκ μέρους αυτού. Επομένως, ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να αποδεχτεί την εργασία του μισθωτού μετά την επάνοδό του από την ασθένεια. Τυχόν υπαιτιότητα του μισθωτού στην ασθένεια είναι μεν αδιάφορη για την ανωτέρω προστασία, έχει δε σημασία για την καταβολή του μισθού του.
Ως βραχείας διάρκειας ασθένεια νοείται, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν. 4558/1930, η ασθένεια που διαρκεί ένα (1) μήνα για υπαλλήλους που υπηρετούν μέχρι τέσσερα (4) έτη, τρείς (3) μήνες για υπαλλήλους που υπηρετούν περισσότερο από τέσσερα (4) και μέχρι δέκα (10) έτη, τέσσερις (4) μήνες για υπαλλήλους που υπηρετούν περισσότερο από δέκα (10) έτη, έξι (6) μήνες για υπαλλήλους που υπηρετούν περισσότερο από δεκαπέντε (15) έτη.
Αναφορικά με τα χρονικά όρια, εντός των οποίων διατηρείται η αξίωση μισθού σε περίπτωση ασθένειας, από το άρθρο 658 ΑΚ προκύπτει ότι ο μισθωτός που έχει συμπληρώσει ένα (1) έτος εργασίας (έτος εργασιακό κι όχι ημερολογιακό) στον ίδιο εργοδότη, δικαιούται να λάβει το μισθό του για ένα (1) μήνα, ενώ ο μισθωτός που εργάζεται λιγότερο από ένα έτος αλλά περισσότερο από δέκα (10) μέρες στον ίδιο εργοδότη, έχει δικαίωμα λήψης του μισθού του για μισό (1/2) μήνα. Στην περίπτωση αυτή δηλαδή, ο μισθωτός θα λάβει τόσα ημερομίσθια όσες οι εργάσιμες ημέρες του μηνός ή του 15θημέρου εντός των οποίων συμπίπτει η ασθένεια. Η αξίωση αυτή διατηρείται, ακόμα κι αν ο εργοδότης κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας επειδή το κώλυμα (εν προκειμένω η ασθένεια) του παρείχε το δικαίωμα καταγγελίας.
Στις οφειλόμενες κατά την ασθένεια του μισθωτού τακτικές αποδοχές, υπάγεται, όχι μόνο ο βασικός μισθός, αλλά και κάθε άλλη πρόσθετη παροχή που καταβάλλεται στον μισθωτό ως τακτικό αντάλλαγμα της εργασίας του, ενώ η αμοιβή για νυχτερινή εργασία ή εργασία την Κυριακή συγκαταλέγεται στις τακτικές αποδοχές, μόνο αν κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ο μισθωτός θα απασχολούνταν τις Κυριακές ή νύχτες που περιλαμβάνονταν στο χρονικό διάστημα της ασθένειάς του. Από την έννοια των τακτικών αποδοχών εξαιρείται η αμοιβή για υπερωριακή εργασία.
Από τις αποδοχές ασθένειας που λαμβάνει ο μισθωτός σύμφωνα με το άρθρο 657 ΑΚ, δικαιούται ο εργοδότης να εκπέσει όλα τα ποσά που καταβλήθηκαν σ’ αυτόν δυνάμει υποχρεωτικής από το νόμο ασφάλισης. Δικαιούται δηλαδή ο εργοδότης να αφαιρέσει από τα ημερομίσθια που είναι καταβλητέα στον ασθενήσαντα μισθωτό, το επίδομα ασθένειας που καταβλήθηκε στο μισθωτό από τον ασφαλιστικό του φορέα.
Σημειωτέον ότι, έχει γίνει δεκτό από τη νομολογία, ότι ακόμα κι αν ο μισθωτός απουσιάζει από την εργασία του λόγω ασθένειας για χρόνο πέρα από τα προαναφερόμενα όρια του νόμου, δεν επέρχεται λύση της σύμβασης εργασίας από την τεκμαιρόμενη οικειοθελή αποχώρησή του. Σε κάθε περίπτωση, είναι ζήτημα κρίσης του δικαστηρίου, αν η αποχή από την εργασία λόγω ασθένειας επέφερε ή όχι τη λύση της σύμβασης εργασίας.
*Ο Γιάννης Καρούζος είναι δικηγόρος-εργατολόγος. Είναι απόφοιτος της Νομικής Σχολής Αθηνών και Μεταπτυχιακός Διπλωματούχος της Σχολής Εργατικού και Συνδικαλιστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Τεργέστης στην Ιταλία, με ειδίκευση στο Εργατικό Δίκαιο, Εργασιακές Σχέσεις, Ευρωπαϊκό Εργατικό Δίκαιο, Δίκαιο Κοινωνικής Ασφάλισης. Έχει πολύχρονη εμπειρία και πείρα συμβουλεύοντας δεκάδες Σωματεία Εργαζομένων και Επιχειρήσεις σε εργασιακά θέματα. Διατέλεσε Σύμβουλος σε τρία Υπουργεία της Ελληνικής Δημοκρατίας και υπήρξε επί έτη ενεργό μέλος του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας. Είναι μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Εργατικού Δικαίου και Κοινωνικής Ασφάλισης. Είναι Μεσολαβήτης, Μέλος του Σώματος Μεσολαβητών του Οργανισμού Μεσολάβησης Διαιτησίας (ΟΜΕΔ). Υπήρξε επίσης σύμβουλος στην Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή της Ελλάδος (Ο.Κ.Ε). Δημοσιεύει άρθρα και μελέτες σε νομικά περιοδικά εργατικού δικαίου και εργασιακών σχέσεων και σε εφημερίδες.
Περισσότερα στην ιστοσελίδα https://dikigorosergatologos.gr