Το αφορολόγητο και πώς να το... φορολογήσετε
Η πρόσφατη αναγγελία του Πρωθυπουργού για μείωση του συντελεστή φορολόγησης φυσικών προσώπων, έστω στο πρώτο κλιμάκιο της κλίμακας φορολόγησης, ξεκίνησε μια ολόκληρη συζήτηση για το ποιοι έχουν δικαίωμα στο «ξαλάφρωμα» και ποιοι όχι.
Αν και δεν πρέπει να παραβλέπουμε την μείωση του φόρου στα νομικά πρόσωπα, εκείνο που πραγματικά αφορά τον πολύ κόσμο είναι η μείωση του φόρου στα φυσικά πρόσωπα.
Σύμφωνα με την εξαγγελία, για τα εισοδήματα μέχρι 10.000 ευρώ ο φορολογικός συντελεστής μειώνεται από 22% στο 9%, χωρίς παράλληλα να μειώνεται το αφορολόγητο. Πολύ ωραία.
Ένα βέβαια από τα χαρακτηριστικά του φορολογικού μας συστήματος, εδώ και αρκετά χρόνια, είναι ότι δεν υπάρχει αφορολόγητο ποσό(!). Μια όμως και οι πολιτικοί μας εγκέφαλοι (μην γελάτε, ντροπή) επιμένουν στον «πιασάρικο» όρο «αφορολόγητο», που άγει την καταγωγή από τη δεκαετία του 1980, ας θυμηθούμε τι είναι η φορολογία του αφορολόγητου.
Σύμφωνα λοιπόν με το άρθρο 16 του Κ.Φ.Ε. (Ν.4172/2013), ο φόρος που προκύπτει για το εισόδημα από μισθωτή εργασία και συντάξεις και γεωργικά επαγγέλματα για τους κατά κύριο επάγγελμα αγρότες, μειώνεται κατά ένα ποσό από 1.900 έως 2.100 ευρώ, ανάλογα με τον αριθμό των εξαρτώμενων τέκνων του φορολογούμενου. Αυτό ισχύει για εισοδήματα των πηγών που είπαμε μέχρι τα 20.000 ευρώ. Για εισοδήματα από μισθούς και συντάξεις που ξεπερνούν τα 20.000 ευρώ, η μείωση μειώνεται (άψογα ελληνικά έτσι;) αναλογικά, αλλά αυτό δεν αφορά εκείνους που έχουν εισοδήματα έως 10.000 ευρώ και δεν το συνεχίζω για να μην συγχυζόμαστε.
Έτσι λοιπόν, κάποιος που έχει 2 παιδιά (μείωση φόρου 2.000 ευρώ) και εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες 10.000 ευρώ, οφείλει φόρο, σύμφωνα με την κλίμακα φόρου εισοδήματος 2.200 ευρώ (10.000 x 22%), μείον 2.000 της μείωσης του άρθρου 16, πρέπει να καταβάλει 200 ευρώ φόρο. Σαν να μην του έφτανε όμως που δεν έχει να ζήσει τα παιδιά του και θα πληρώσει και φόρο, το περίφημο άρθρο 16 έχει και τρίτη παράγραφο, η οποία αρχίζει με το ανατριχιαστικό: «Προκειμένου να διατηρηθεί η μείωση φόρου …». Ευτυχώς η συνέχεια δεν είναι τόσο κακή, μιας και η υποχρέωση του φορολογουμένου είναι να καλύπτει ένα μέρος του εισοδήματός του με αποδείξεις και μάλιστα, για όσους είναι κάτω από 70 ετών, με αποδείξεις για συναλλαγές που πληρώθηκαν με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής (πιστωτικές ή/και χρεωστικές κάρτες κ.λπ.). Το ποσοστό αυτό είναι για εισόδημα μέχρι 10.000 ευρώ μόλις 10% ή 1.000 ευρώ. Εάν δεν έχεις αυτές τις αποδείξεις, τιμωρείσαι με το να πληρώσεις τον φόρο που αναλογεί σ’ αυτό το ποσό ή στην περίπτωσή μας 220 ευρώ.
Στο παράδειγμά μας δηλαδή, αν ο πλουτοκράτης φορολογούμενος δεν έχει να παρουσιάσει τις απαιτούμενες αποδείξεις των 1.000 ευρώ, δεν θα επιβαρυνθεί με τα 2.000 ευρώ της μείωσης του φόρου, αλλά μόνο με 220 ευρώ (ευτυχώς). Θα κληθεί λοιπόν να καταβάλει 420 ευρώ φόρο αντί 2.200 ευρώ, που θα ίσχυε αν το Υπουργείο Οικονομικών ήξερε τι σημαίνει η λέξη «προκειμένου». Εξ ου και η φράση «η άγνοια είναι ευλογία» …, να δείτε που από ’δω θα βγήκε.
Μετά απ’ όλα αυτά τα όχι και τόσο έξυπνα λοιπόν, θα έχετε ήδη υποπτευθεί ότι το περίφημο «αφορολόγητο» είναι το ποσό στο οποίο μηδενίζεται ο προς καταβολή φόρος, με την προϋπόθεση πάντα ότι έχουν εξασφαλιστεί οι απαιτούμενες αποδείξεις. Κατά πρώτον λοιπόν καταλαβαίνουμε ότι δεν υπάρχει ένα αφορολόγητο αλλά τέσσερα, αναλόγως του αν κάποιος έχει παιδιά και πόσα. Ακόμη όμως και αν δεχτούμε ως αφορολόγητο το ποσό που αντιστοιχεί σε φορολογούμενο χωρίς παιδιά, δηλαδή 8.636,36 ευρώ, είναι σαφές απ’ όσα ήδη προαναφέραμε ότι το ποσό αυτό βρίσκεται σε άμεση εξάρτηση με τον φορολογικό συντελεστή. Αν δηλαδή με τη σημερινή κλίμακα στο εισόδημα 8.636,36 ευρώ αντιστοιχεί φόρος 1.900 ευρώ, με τον νέο συντελεστή 9% θα αντιστοιχεί φόρος 777,27 ευρώ.
Στην καθομιλουμένη αυτό σημαίνει ότι:
α) η μείωση φόρου θα κατέβει στα επίπεδα των 780 ευρώ με κάποια μικροαύξηση για τα παιδιά ή
β) η μείωση φόρου θα παραμείνει στα 1.900 ευρώ, κάνοντας το «αφορολόγητο» περίπου 14.545 ευρώ.
Στην α’ περίπτωση θα υπάρχει φορολογική ελάφρυνση και για πολλούς που είναι πάνω από τα 10.000 ευρώ, π.χ. εάν κάποιος έχει εισόδημα 30.000 ευρώ, σήμερα πληρώνει φόρο 5.500 ευρώ (7.300 – 1.800), ενώ μετά θα πληρώνει 5.220 ευρώ (6.000 – 780). Πρακτικά, μιλάμε για μείωση φόρου για όλα τα εισοδήματα μέχρι τις 35.000 ευρώ, εκεί δηλαδή που είναι η συντριπτική πλειοψηφία των εισοδημάτων αυτών των κατηγοριών. Πολιτικά ωραίο, αλλά οικονομικά δύσκολο το βλέπω.
Στην β’ περίπτωση η μείωση των φορολογικών εσόδων θα είναι πολύ σημαντική για τον προϋπολογισμό. Δεν το βλέπω, εκτός αν η κυβέρνηση έχει αυτοκτονικές τάσεις.
Από τα παραπάνω νομίζω πως καταλαβαίνετε γιατί ο νόμος αργεί λιγάκι να βγει. Χρειάζεται τουλάχιστον ένας Φώσκολος να επεξεργαστεί τα σενάρια που πρέπει να ελεγχθούν για να βρεθεί ισορροπία.
Κρατάτε την αναπνοή σας…
*Ο κ. Χάρης Τσοχαντάρης είναι λογιστής-φοροτεχνικός, συγγραφέας και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας πληροφορικής PROSVASIS