Η πρακτική των τραπεζών έναντι των εγγυητών – Ποια τα μέσα άμυνας;
Πολλές διαταγές πληρωμής έχουν εκδοθεί το πρόσφατο χρονικό διάστημα εναντίον των εγγυητών, γεγονός που έχει δημιουργήσει τεράστια αναστάτωση ειδικά σε όσους εγγυήθηκαν με το σπίτι τους. Οι περισσότεροι εγγυητές δεν μπορούσαν να φανταστούν αυτές τις εξελίξεις όταν υπέγραφαν τις δανειακές συμβάσεις, με αποτέλεσμα να αγνοούν πλήρως τόσο τις υποχρεώσεις τους, αλλά και τα δικαιώματα τους.
Ο εγγυητής όπως και ο πρωτοφειλέτης εφόσον του κοινοποιηθεί διαταγή πληρωμής πρέπει άμεσα και συγκεκριμένα εντός 15 εργάσιμων από την κοινοποίηση της να ανακόψει τη διαδικασία, καθότι μετά ακολουθεί η κατάσχεση και ο πλειστηριασμός.
Για τον εγγυητή εφαρμόζονται οι διατάξεις της προστασίας του καταναλωτή και συγκεκριμένα του ν. 2251/1994, όπως ισχύει σήμερα. Ο νόμος επεκτείνεται και στον εγγυητή καθότι προσέρχεται και εκείνος ως πελάτης και ως δέκτης υπηρεσιών, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να αποκτά την ιδιότητα του καταναλωτή. Πρέπει να επισημανθεί ότι κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994 "περί προστασίας των καταναλωτών", όπως ο νόμος αυτός ισχύει, οι γενικοί όροι συναλλαγών (ΓΟΣ), δηλαδή οι όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, απαγορεύεται και είναι άκυροι αν έχουν ως αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών εις βάρος του καταναλωτή. Οι ΓΟΣ , πρέπει, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή και να μην περιορίζουν υπέρμετρα τα δικαιώματα της μιας πλευράς.
Είναι πρόδηλο οτι στις περισσότερες συμβάσεις ο εγγυητής παραιτείται με τους ΓΟΣ από τα δικαιώματα του και τις ενστάσεις που μπορεί να επικαλεστεί όπως ορίζονται στον Αστικό Κώδικα με αποτέλεσμα να αποδυναμώνεται από κάθε προστασία απέναντι από οποιαδήποτε υπαίτια ή ανυπαίτια αυθαίρετη ενέργεια της τράπεζας, αφού η τελευταία μπορεί να μην επιδεικνύει την επιμέλεια και σύνεση που απαιτείται για την εξασφάλιση της ικανοποίησης της απαίτησή της από τον πρωτοφειλέτη.
Περιορίζεται, δηλαδή, υπέρμετρα η ευθύνη της τράπεζας, εφόσον δικαιολογείται στην τελευταία να ζημιώσει τον εγγυητή χωρίς να επιφυλάσσεται αντίστοιχο δικαίωμα προστασίας και γι' αυτόν από τις αυθαίρετες ενέργειες εκείνης, ενώ διαταράσσεται και η ισορροπία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών σαφώς εις βάρος του εγγυητή.
Περαιτέρω, τα άρθρα 866,867 και 868 του ΑΚ ορίζουν ότι εκείνος που εγγυήθηκε για ορισμένο χρόνο ελευθερώνεται από την εγγύηση, αν ο δανειστής δεν επιδίωξε δικαστικώς την απαίτηση του μέσα σε ένα μήνα από την πάροδο αυτού του χρόνου και αν δεν συνεχίσει την σχετική διαδικασία χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, ο εγγυητής ελευθερώνεται,. Οι διατάξεις αυτές υπαγορεύονται από την ιδέα της μη διαιώνισης της ευθύνης του εγγυητή.
Επίσης μόνο εφόσον η εκτέλεση κατά του πρωτοφειλέτη αποβεί άκαρπη μπορεί να υποχρεωθεί ο εγγυητής να εκπληρώσει ο ίδιος την οφειλή. Το βασικό αυτό δικαίωμα προβλέπεται μεν από τον Αστικό Κώδικα (ΑΚ 855), ωστόσο είναι νομικά έγκυρη η παραίτηση από αυτό με σχετικό όρο μέσα στην σύμβαση της εγγύησης. Βεβαίως όλα τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν συμπεριλάβει τέτοιο όρο παραίτησης μέσα στις συμβάσεις τους. Το ζήτημα, όμως, που προκύπτει και έχει ενδιαφέρον είναι αν η παραίτηση αυτή είναι έγκυρη σύμφωνα με το δίκαιο των Γενικών Όρων των Συναλλαγών (ν. 2251/1994). Για να μπορεί εγκύρως να συμφωνηθεί ένας τέτοιος όρος θα πρέπει να είναι διαφανής, δηλ. να κατανοεί ο εγγυητής το τι υπογράφει, και στη συγκεκριμένη περίπτωση να κατανοεί ποια είναι η σημασία της φράσης "ένσταση διζήσεως". Σε κάθε περίπτωση, τα τελευταία χρόνια οι τράπεζες έχουν συμπεριλάβει στις συμβάσεις τους επεξήγηση της ενστάσεως αυτής και άρα πλέον ο όρος έχει καταστεί διαφανής, ανεξάρτητα της συνδρομής νομικού παραστάτη ή μη. Το ζήτημα παραμένει, ωστόσο, για όσες τραπεζικές συμβάσεις δεν έχουν την σχετική επεξήγηση.
Εν κατακλείδι πρέπει να αναφερθεί ότι το ερώτημα που τίθεται σε όλες αυτές τις περιπτώσεις είναι αν ο εγγυητής, ο οποίος συναλλάσσεται με την Τράπεζα, έχει την ίδια προστασία με τον δανειολήπτη απέναντι στους προδιατυπωμένους όρους των συμβάσεων και αν η Τράπεζα εκμεταλλεύτηκε τη διαπραγματευτική της υπεροχή απέναντί του εγγυητή και επέβαλε τη δική της συμβατική τάξη.
Η Κατερίνα Φραγκάκη είναι δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, συνεργάτης του Δικηγορικού Γραφείου «Θ. Φραγκάκης και Συνεργάτες» και νομική σύμβουλος του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών. Είναι κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου στο Διεθνές Εμπορικό Δίκαιο (LLM in International Commercial Law) στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου Γουστμίνστερ (University of Westminster)