Ο μισθός σε είδος
Σύμφωνα με τη θεωρία και τη νομολογία, «μισθό αποτελεί κάθε παροχή του εργοδότη προς τον μισθωτό, η οποία έχει οικονομική αξία και χορηγείται ως αντάλλαγμα της εργασίας του σε χρήμα ή σε είδος βιοπορισμού του».
Από τον ορισμό αυτόν προκύπτει ήδη η δυνατότητα καταβολής παροχών σε είδος ως μέρος του μισθού. Επιπλέον, σύμφωνα με τις διατάξεις 648, 653, 662 και 663 του ΑΚ, οι αποδοχές που λαμβάνει ο μισθωτός καταβάλλονται είτε σε χρήμα, είτε εν μέρει σε χρήμα και εν μέρει σε είδος. Συνεπώς, ο νόμος προβλέπει ευθέως τη δυνατότητα αυτή. Ωστόσο, ο μισθός σε είδος δεν επιτρέπεται να καλύπτει το σύνολο του μισθού, καθώς η εθνική νομοθεσία επιτρέπει την μερική καταβολή του μισθού σε είδος
Κάθε αγαθό που έχει οικονομική αξία μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο του μισθού σε είδος. Έτσι, ο μισθός σε είδος μπορεί να συνίσταται σε χορήγηση τροφής, ενδυμασίας, κατοικίας, θέρμανσης, νερού, εισιτηρίων ελεύθερης κυκλοφορίας, προϊόντων της επιχείρησης κ.α. Κάθε βέβαια παροχή σε είδος δεν αποτελεί μισθό. Η παροχή θα πρέπει να θεωρείται ως αντάλλαγμα της εργασίας και όχι για άλλους λόγους. Δεν αποτελούν συνεπώς μισθό, οι παροχές σε είδος που καταβάλλονται προς διευκόλυνση εκτέλεσης της εργασίας, και γενικότερα για την εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών της επιχείρησης, όπως επίσης δεν αποτελούν μισθό οι παροχές που αποτελούν αντικείμενο χωριστής σύμβασης (π.χ. παραχώρηση στο μισθωτό της χρήσης κατοικίας με χωριστή σύμβαση μίσθωσης πράγματος). Προσέτι, ο εργοδότης, δεν μπορεί να υποχρεώσει τον εργαζόμενο να αγοράσει είδη ή να κάνει χρήση υπηρεσιών που διαθέτει η επιχείρηση.
Εφόσον οι παροχές σε είδος αποτελούν μισθό, αυτές συναποτελούν μαζί με τον χρηματικό μισθό τον συνολικό μισθό του εργαζόμενου και επομένως λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών και άδειας καθώς και άλλων αξιώσεων που υπολογίζονται βάσει των τακτικών αποδοχών, όπως της αποζημίωσης λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας.
Συμπερασματικά, η λήψη υπόψη παροχών σε είδος για τον καθορισμό του συνολικού μισθού, καθιστά αναγκαία την αποτίμηση αυτών σε χρήμα. Η αποτίμηση αυτή βέβαια, επιβάλλεται και από άλλους λόγους, όπως π.χ. αν ο εργοδότης δεν καταβάλλει αυτούσια την παροχή σε είδος, ή την καταβάλλει μειωμένη, θα υποχρεωθεί να καταβάλλει το χρηματικό αντίτιμο αυτού που οφείλει. Επιπροσθέτως, βασίζεται η χρηματική αποτίμηση στην αξία της σε είδος παροχής στην ελεύθερη αγορά, στο ποσό δηλαδή που θα δαπανούσε ο μισθωτός, για να προμηθευτεί το σχετικό είδος από την αγορά, χωρίς να ενδιαφέρει πόσο στοιχίζει η παροχή στον εργοδότη.
*Ο Γιάννης Καρούζος είναι δικηγόρος-εργατολόγος. Είναι απόφοιτος της Νομικής Σχολής Αθηνών και Μεταπτυχιακός Διπλωματούχος της Σχολής Εργατικού και Συνδικαλιστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Τεργέστης στην Ιταλία, με ειδίκευση στο Εργατικό Δίκαιο, Εργασιακές Σχέσεις, Ευρωπαϊκό Εργατικό Δίκαιο, Δίκαιο Κοινωνικής Ασφάλισης. Έχει πολύχρονη εμπειρία και πείρα συμβουλεύοντας δεκάδες Σωματεία Εργαζομένων και Επιχειρήσεις σε εργασιακά θέματα. Διατέλεσε Σύμβουλος σε τρία Υπουργεία της Ελληνικής Δημοκρατίας και υπήρξε επί έτη ενεργό μέλος του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας. Είναι μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Εργατικού Δικαίου και Κοινωνικής Ασφάλισης. Είναι Μεσολαβήτης, Μέλος του Σώματος Μεσολαβητών του Οργανισμού Μεσολάβησης Διαιτησίας (ΟΜΕΔ). Υπήρξε επίσης σύμβουλος στην Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή της Ελλάδος (Ο.Κ.Ε). Δημοσιεύει άρθρα και μελέτες σε νομικά περιοδικά εργατικού δικαίου και εργασιακών σχέσεων και σε εφημερίδες.
Περισσότερα στην ιστοσελίδα https://dikigorosergatologos.gr