Ναι ή όχι στην κατάθεση αγωγής για την διεκδίκηση των χαμένων δώρων;
Της Μαρίας Μαγδαληνής Τσίπρα*
Πριν από λίγες ημέρες εκδόθηκε απόφαση του ΣΤ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας σε επταμελή σύνθεση, με την οποία κρίθηκαν αντισυνταγματικές οι περικοπές των επιδομάτων εορτών και αδείας, που είχαν επιβληθεί στους μισθούς των εν ενεργεία Δημοσίων υπαλλήλων με τις διατάξεις του ν. 4093/2012 ενώ το θέμα παραπέμφθηκε υποχρεωτικά προς κρίση στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου.
Αναμένεται δε εντός των επόμενων ημερών να προσδιοριστεί δικάσιμος για την εκδίκαση στην Ολομέλεια και μάλιστα σε σύντομο χρόνο, αφού πρόκειται για μία υπόθεση, που παρουσιάζει ενδιαφέρον για περίπου 650.000 υπαλλήλους, οι οποίοι υπέστησαν το έτος 2013 την ολοσχερή κατάργηση των δώρων, που είχαν ήδη μειωθεί με προγενέστερες νομοθετικές παρεμβάσεις ήδη από τις αρχές της κρίσεως.
Κατ’ αρχήν θα πρέπει να τονιστεί, ότι η απόφαση αυτή του ΣΤ Τμήματος έρχεται να επικυρώσει μία σειρά πρωτόδικων αποφάσεων κατώτερων δικαστηρίων, οι οποίες με διάφορες παραλλαγές της ίδιας νομικής σκέψεως έχουν μέχρι σήμερα κρίνει την κατάργηση των δώρων, ως αντισυνταγματική. Κεντρικός άξονας της νομολογίας αυτής, που διαμορφώθηκε μέχρι σήμερα είναι η σκέψη, ότι ενώ οι αρχικές περικοπές των αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων, που έλαβαν χώρα στην αρχή της δημοσιονομικής κρίσεως και ήδη από τον Μάρτιο 2010, αποτελούσαν μέτρα αμέσου εφαρμογής τα οποία ο νομοθέτης επέλεξε, ως άμεση λύση στο πρόβλημα της περιστολής των δαπανών, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το ίδιο πράγμα, στην περίπτωση των επόμενων περικοπών, που έλαβαν χώρα το έτος 2012, αφού πλέον ο νομοθέτης είχε επαρκή χρόνο να αναζητήσει και να εξεύρει άλλες λύσεις, πλέον πρόσφορες και αναλογικές για την αντιμετώπιση των δημοσιονομικών προβλημάτων.
Έτσι, ενώ οι περικοπές των ετών 2010 και 2011 κρίθηκαν συνταγματικές, δεν μπορεί κανείς να δικαιολογήσει την επιλογή εκ μέρους του νομοθέτη της ίδιας ξανά ομάδας πολιτών, οι οποίοι πολλάκις κλήθηκαν να εισφέρουν στην αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης, δύο έτη μετά την έναρξη της. Στην κατεύθυνση αυτή αξιοποιήθηκε και η απόφαση της Ολομελείας του ΣτΕ 668/2012, με την οποία είχαν κριθεί συνταγματικές οι περικοπές των ν. 3833/2010 και 3845/2010 αφού το ΣτΕ ήδη στην απόφαση εκείνη είχε θέσει τον σπόρο της μετέπειτα διαμορφωθείσας νομολογίας του, κάνοντας λόγο για περικοπές και όχι για ολοσχερείς καταργήσεις αποδοχών, όπως έγινε με τον ν. 4093/2012, αναφορικά με τα επιδόματα εορτών και αδείας. Εξίσου στην ίδια κατεύθυνση αξιοποιήθηκε και η διαπίστωση, την οποία το ΣτΕ υιοθετεί στην πρόσφατη νομολογία του, ότι ο νομοθέτης, όταν εισάγει καταργήσεις αποδοχών, όπως εν προκειμένω μισθών ή σε άλλες περιπτώσεις συντάξεων, οφείλει να εξετάσει εάν οι αποδοχές, που διατηρούνται μπορούν να διασφαλίσουν στον δικαιούχο ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, πράγμα, που ομοίως εν προκειμένω δεν συνέβη.
Η νομολογία του ΣτΕ επιβεβαίωσε τις σκέψεις αυτές, στην υπ’ αρ. 2287/2015 απόφαση της, με την οποία κρίθηκαν αντισυνταγματικές οι περικοπές των κύριων και επικουρικών συντάξεων, που έλαβαν χώρα μεταξύ άλλων με τον ν. 4093/2012 και ήταν λίγο έως πολύ αναμενόμενο, ότι ο ίδιος αυτός νόμος, που έθιξε και τους δημοσίους υπαλλήλους δεν θα μπορούσε να κριθεί συνταγματικός, αφού οι κανόνες, που τον διέπουν ήταν ενιαίοι τόσο για τους δημοσίους υπαλλήλους όσο και για τους συνταξιούχους. Υπό την έννοια αυτή, η απόφαση του ΣΤ Τμήματος σε Επταμελή Σύνθεση αποτελεί ένα ακόμα βήμα στην εξέλιξη της σταδιακά από το έτος 2012 διαμορφωνόμενης νομολογίας του ΣτΕ αναφορικά με τις περικοπές και τις καταργήσεις αποδοχών, που έλαβαν χώρα με τον ν. 4093/2012.
Στο πλαίσιο αυτό αναμένεται να κινηθεί και η απόφαση της Ολομελείας, αφού οποιαδήποτε διαφορετική απόφαση θα αποτελούσε πισωγύρισμα σε μία νομολογία, που φαίνεται να αποκτά πάγιο χαρακτήρα από το έτος 2015 και μετά. Ωστόσο, στην περίπτωση μίας θετικής απόφασης της Ολομελείας, θα πρέπει να θεωρηθεί σχεδόν βέβαιο, ότι η Ολομέλεια θα προσδώσει περιορισμένη αναδρομικότητα στην απόφαση της. Τούτο σημαίνει, ότι όπως συνέβη και στην περίπτωση των συνταξιούχων και των ειδικών μισθολογίων, υφίσταται σημαντικός κίνδυνος, η Ολομέλεια του ΣτΕ να αποφανθεί, ότι η διάγνωση της αντισυνταγματικότητας και άρα οι αξιώσεις των δικαιούχων, αρχίζουν από την ημέρα δημοσίευση της απόφασης της, με αποτέλεσμα να μειωθεί δραστικά το ύψος των χρημάτων, που το Δημόσιο θα κληθεί να καταβάλλει για λόγους δημοσιονομικούς.
Τούτο βεβαίως, δεν μπορεί να ισχύσει στην περίπτωση των δικαιούχων εκείνων, που θα έχουν ήδη ασκήσει αγωγή μέχρι την έκδοση της απόφασης της Ολομελείας. Πρακτικά, όπως αποδείχτηκε και στην περίπτωση των συνταξιούχων, όσοι είχαν ασκήσει αγωγή πριν την έκδοση της απόφασης της Ολομέλειας του ΣτΕ δικαιούνται κανονικά να λάβουν το σύνολο των περικοπών των συντάξεων τους για τις οποίες είχαν ασκήσει αγωγή, ενώ οι λοιποί δικαιούχοι μπορούν να διεκδικήσουν μόνο τις περικοπές, που συνεχίζουν να τους επιβάλλονται από την ημέρα της δημοσίευσης της απόφασης του ΣτΕ και εφεξής.
Με το δεδομένο αυτό είναι σημαντικό να σταθμίσει ο κάθε ενδιαφερόμενος τις επόμενες κινήσεις του, αφού η υποβολή αίτησης διακοπής της παραγραφής, στην οποία έχουν ήδη προβεί χιλιάδες δημόσιοι υπάλληλοι, υπάλληλοι αορίστου χρόνου και συμβασιούχοι, δεν αποτρέπει τον κίνδυνο, που ανωτέρω περιγράφηκε. Διασφαλίζει απλώς, όπως πολλές φορές έχουμε σημειώσει στο παρελθόν, ότι αξιώσεις του δικαιούχου, που θα παραγράφονταν κανονικά στο τέλος του οικονομικού έτους, δεν θα παραγραφούν παρά μόνο εάν περάσουν έξη μήνες από την υποβολή της αιτήσεως διακοπής της παραγραφής, χωρίς να ασκηθεί αγωγή.
Και βέβαια, είναι σχεδόν αυτονόητο, ότι η απόφαση της Επταμελούς Συνθέσεως του ΣτΕ η οποία διαπίστωσε την αντισυνταγματικότητα της κατάργησης των επιδομάτων εορτών και αδείας, αναμένεται να επηρεάσει σημαντικά και τις αποφάσεις των κατώτερων δικαστηρίων, οι οποίες θα εκδοθούν στο επόμενο διάστημα. Ένα είναι βέβαιο: η διεκδίκηση των δώρων φαίνεται να παγιώνεται σταδιακά νομολογιακά, πράγμα, εξαιρετικά σημαντικό για μία ακόμα κατηγορία πολιτών, τους υπαλλήλους του Δημοσίου, οι οποίοι μέχρι σήμερα έχουν δει τις αποδοχές τους να μειώνονται δραματικά μέσα στα 8 χρόνια της δημοσιονομικής κρίσης.
- Η Μαρία-Μαγδαληνή Τσίπρα είναι δικηγόρος – εργατολόγος. Ειδικεύεται στις εργασιακές σχέσεις του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα. Ως νομικός σύμβουλος της ΑΔΕΔΥ, έχει αντιπροσωπεύσει πολλάκις την Ομοσπονδία των Δημοσίων Υπαλλήλων στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια και στους Διεθνείς Οργανισμούς.
Διαβάστε από την ίδια:
Η αδιαφάνεια με τις προσλήψεις στο δημόσιο στην εποχή του ΑΣΕΠ
To εργασιακό bulling και πώς να το αντιμετωπίσετε
Η διεκδίκηση αναδρομικών από εργαζόμενους και συνταξιούχους με απλά ελληνικά
Όλες οι αλλαγές που θα επιφέρει η αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού
H επεκτασιμότητα των συλλογικών συμβάσεων και η σκληρή πραγματικότητα στην αγορά εργασίας