ΚΕΠΕ: Κρίσιμη πρόκληση η παραγωγικότητα για τη διατήρηση της ανάπτυξης
Tα μέτρα πολιτικής για τη βελτίωση της παραγωγικότητας θεωρούνται ζωτικής σημασίας
Μπορεί η Ελλάδα να εμφάνισε τον 7ο υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2023, με αύξηση του ΑΕΠ κατά 2%, όμως η πλειονότητα της αύξησης του κατά κεφαλήν προϊόντος σχετίζεται με τη μείωση της ανεργίας και την αύξηση των ωρών εργασίας, καθώς η παραγωγικότητα της εργασίας συνέβαλε μόνο κατά 0,3%. Όπως σημειώνει η ετήσια έκθεση του Συμβουλίου Παραγωγικότητας του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) για το 2024, η διαπίστωση αυτή υπογραμμίζει το γεγονός ότι, από το 2008, ο ρόλος της παραγωγικότητας εργασίας στη στήριξη του κατά κεφαλήν προϊόντος έχει μειωθεί.
Όπως τονίζει το Συμβούλιο Παραγωγικότητας, τα μέτρα πολιτικής για τη βελτίωση της παραγωγικότητας θεωρούνται ζωτικής σημασίας για την προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης, την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και την αναβάθμιση του επιπέδου διαβίωσης και επιχειρηματικής δραστηριότητας. Εκτός από τις διεθνείς κρίσεις (πανδημία, συγκρούσεις στη Μ. Ανατολή και την Ουκρανία), η Ελλάδα αντιμετωπίζει μακροχρόνιες αδυναμίες, όπως το υψηλό χρέος και το χαμηλό ποσοστό απασχόλησης, σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Αυτά τα προβλήματα συνδυάζονται με επιπλέον προκλήσεις για μεταρρυθμίσεις, τη μείωση του κόστους της ενεργειακής μετάβασης, την ανάγκη αναβάθμισης των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού, καθώς και την αντιμετώπιση συχνών και σοβαρών φυσικών καταστροφών, όπως πυρκαγιές και πλημμύρες. Οι επενδύσεις και οι μεταρρυθμίσεις που στοχεύουν στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και την προώθηση της διπλής μετάβασης, διατηρώντας παράλληλα μια συνετή δημοσιονομική διαχείριση, αποτελούν τα κύρια χαρακτηριστικά της πορείας προς τα εμπρός, τονίζεται.
Παρόλο που πολλές χώρες της ΕΕ έχουν εισέλθει σε μια περίοδο παρατεταμένης στασιμότητας, το ΑΕΠ της Ελλάδας το 2023 αυξήθηκε κατά 2%, καταλαμβάνοντας την 7η υψηλότερη θέση στην ΕΕ, οι ώρες εργασίας αυξήθηκαν κατά 1,7%, η απασχόληση κατά 1% και το φυσικό κεφάλαιο κατά 0,35%. Συνεπώς, η παραγωγικότητα εργασίας ως προς τις ώρες εργασίας βελτιώθηκε κατά 0,3%, ενώ ως προς τους απασχολούμενους βελτιώθηκε κατά 1%. Η συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής αυξήθηκε 2,9%, χρησιμοποιώντας τις ώρες εργασίας ως εισροή εργασίας, και 3,8%, χρησιμοποιώντας την απασχόληση ως εισροή εργασίας. Η πλειονότητα της αύξησης του κατά κεφαλήν προϊόντος αποδίδεται στη χρήση της εργασίας (2,1%), λόγω της μείωσης της ανεργίας και της αύξησης του μέσου όρου των ωρών εργασίας, ενώ η παραγωγικότητα εργασίας συνέβαλε μόνο κατά 0,3%, υπογραμμίζοντας το γεγονός ότι, από το 2008, ο ρόλος της παραγωγικότητας εργασίας στη στήριξη του κατά κεφαλήν προϊόντος έχει μειωθεί. Η αρνητική επίδραση της έντασης κεφαλαίου αντισταθμίστηκε μόνο οριακά από τη συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής. Ωστόσο, η παραγωγικότητα του κεφαλαίου αυξήθηκε κατά 1,8% το 2023, δείχνοντας ότι οι επιχειρήσεις έχουν γίνει αποδοτικότερες στη χρήση των πόρων τους σε σύγκριση με το παρελθόν.
Ο κύριος μοχλός μεγέθυνσης του ΑΕΠ συνεχίζει να είναι η ιδιωτική κατανάλωση των νοικοκυριών. Οι επενδύσεις αποτελούν τον δεύτερο σημαντικότερο παράγοντα που συμβάλλει στην ανάπτυξη, ενώ η μειωμένη επίδραση των δημόσιων δαπανών το 2023 αντισταθμίστηκε από μια αρνητική επίδραση ίσου μεγέθους στο εμπορικό ισοζύγιο (αγαθών και υπηρεσιών). Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών έφτασε στο -6,3% του ΑΕΠ το 2023, παρουσιάζοντας αξιοσημείωτη βελτίωση κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2022. Το ισοζύγιο υπηρεσιών (αγαθών) αυξήθηκε κατά 0,5 (4,4) ποσοστιαίες μονάδες, φτάνοντας στο 9,9% (-14,7%) του ΑΕΠ. Το ίδιο έτος, οι εξαγωγές της Ελλάδας ανήλθαν στο 22,6%, ενώ οι εισαγωγές στο 37,5% του ονομαστικού ΑΕΠ. Αυτό το εξωτερικό έλλειμμα οφείλεται στο γεγονός ότι οι αυξήσεις στις επενδύσεις και την κατανάλωση συνδέονται στενά με περισσότερες εισαγωγές, ως άμεσο αποτέλεσμα της παραγωγικής δομής της ελληνικής οικονομίας, καθώς ένα σημαντικό μέρος των κεφαλαιουχικών αγαθών που απαιτούνται για διάφορους βιομηχανικούς σκοπούς είναι εισαγόμενο.
Σε σύγκριση με το 2022, ο καθαρός δανεισμός της γενικής κυβέρνησης μειώθηκε στο 1,6% του ΑΕΠ, σημαντικά χαμηλότερα από τον μέσο όρο της ΕΕ, που βρίσκεται στο 3,5%. Επιπλέον, το πρωτογενές πλεόνασμα ήταν θετικό, ενώ συνολικά η δημοσιονομική πειθαρχία οδήγησε σε αξιοσημείωτη μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ κατά περισσότερες από 10 ποσοστιαίες μονάδες μέσα σε ένα έτος, φτάνοντας το 161,9% του ΑΕΠ το 2023, και κατά περισσότερες από 45 ποσοστιαίες μονάδες από το 2020. Παρ’ όλα αυτά, τα ελλείμματα του εμπορικού ισοζυγίου επηρεάζουν τις μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, απειλώντας τη σταθερότητα των δημοσιονομικών δεικτών, καθώς το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών συμβάλλει στα δίδυμα ελλείμματα. Παράλληλα, οι βιομηχανικές δραστηριότητες παρουσίασαν τη μεγαλύτερη πτώση στην παραγωγικότητα της εργασίας (σχεδόν -8%) το 2023, λόγω σημαντικών αυξήσεων στην εισροή εργασίας και μειώσεων στην προστιθέμενη αξία.
Σε επίπεδο μητροπολιτικών περιφερειών, οι λειτουργικές αστικές περιοχές της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης παρουσίασαν τη μεγαλύτερη μείωση στην παραγωγικότητα εργασίας (κατά -23% και -21%, αντίστοιχα), σε σύγκριση με όλες τις άλλες λειτουργικές αστικές περιοχές της ΕΕ (εκτός του Groningen) κατά την περίοδο 2010-2020. Αυτό το αποτέλεσμα υπογραμμίζει την ανάγκη εφαρμογής τοπικά στοχευμένων πολιτικών για την αξιοποίηση των οικονομιών συσσώρευσης, και την αντιμετώπιση της έλλειψης δυναμισμού, των προκλήσεων της διπλής μετάβασης και του διευρυμένου χάσματος παραγωγικότητας μεταξύ των περιφερειών της ΕΕ, τονίζει το Συμβούλιο Παραγωγικότητας. Επιπλέον, ενώ τα κέρδη παραγωγικότητας φαίνεται να συγκεντρώνονται δυσανάλογα σε μικρές επιχειρήσεις, καθώς οι μεγάλες επιχειρήσεις δεν συμβάλλουν ενεργά στη δημιουργία αξίας, η παραγωγικότητα εργασίας των πολύ μικρών επιχειρήσεων στην Ελλάδα έχει μειωθεί σημαντικά· η μείωση αυτή έφτασε το -20% μεταξύ 2009-2023 στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις υψηλής τεχνολογίας και έντασης γνώσης.
Όσον αφορά στην ανταγωνιστικότητα κόστους της Ελλάδας, η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία έφτασε στο χαμηλότερο επίπεδο σε ολόκληρη την περίοδο από το 2010 έως το 2023. Το ονομαστικό μοναδιαίο κόστος εργασίας στην Ελλάδα κατέγραψε την τέταρτη χαμηλότερη αύξηση μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ, με μόνο τη Δανία, τη Μάλτα και την Ιταλία να παρουσιάζουν μικρότερες αυξήσεις, ενώ το σχετικό μοναδιαίο κόστος εργασίας μειώθηκε κατά 1,6 ποσοστιαίες μονάδες το 2023, σε σχέση με το 2022, καταγράφοντας την πέμπτη μεγαλύτερη μείωση μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ.
Κατά την περίοδο 2018-2020, η συμμετοχή της Ελλάδας στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας, ως προς τις κάθετες διασυνδέσεις, παρέμεινε άνω του μέσου όρου της ΕΕ, δείχνοντας την αυξημένη εξάρτηση της χώρας από εισαγόμενες εισροές για παραγωγή εξαγόμενων αγαθών ή υπηρεσιών, συγκριτικά με άλλες χώρες της ΕΕ, ιδιαίτερα σε τομείς υψηλής παραγωγικότητας, όπως η μεταποίηση. Επιπλέον, η Ελλάδα υπερβαίνει τον μέσο όρο της ΕΕ και στις έξι βασικές διαστάσεις του Δείκτη Επίδοσης Εφοδιαστικής Αλυσίδας, με εξαίρεση τον δείκτη των Τελωνείων, ενώ από το 2018 έχει βελτιώσει τις βαθμολογίες και τις κατατάξεις της σε όλες τις έξι βασικές διαστάσεις. Το γεγονός αυτό δείχνει την πρόοδο της χώρας στην ενίσχυση των δυνατοτήτων της στον τομέα της εφοδιαστικής. Για την περαιτέρω διευκόλυνση του διεθνούς εμπορίου, η Ελλάδα θα πρέπει να δώσει έμφαση στις ψηφιοποιημένες υπηρεσίες διασυνοριακού εμπορίου, βελτιώνοντας τις ηλεκτρονικές συναλλαγές και την αναγνώριση δεδομένων και νομικών εγγράφων που σχετίζονται με το εμπόριο πέρα από τα σύνορα.
Η Ελλάδα κατατάσσεται στην 25η θέση (λίγο πάνω από τη Βουλγαρία) μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ (εκτός Μάλτας) όσον αφορά στην ψηφιακή ανταγωνιστικότητα. Το γεγονός αυτό υποδεικνύει την ανάγκη επιτάχυνσης της ψηφιακής μετάβασης για ουσιαστική σύγκλιση με τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσο όρο. Σύμφωνα με την έκδοση του 2024 του Institute for Management Development (IMD), η οικονομική επίδοση καθώς και η κυβερνητική αποτελεσματικότητα της Ελλάδας κατατάσσονται πολύ χαμηλά, δηλαδή, στην 52η θέση μεταξύ 67 χωρών, ενώ εντός της ΕΕ (εκτός Μάλτας) βρίσκονται στην 23η και 22η θέση, αντίστοιχα. Αυτές οι αδυναμίες, σε συνδυασμό με τα προβλήματα στο δικαστικό και εκπαιδευτικό σύστημα, μειώνουν την προσέλκυση των ξένων άμεσων επενδύσεων (ΞΑΕ), οι οποίες επικεντρώνονται κυρίως στον τομέα των ακινήτων, ο οποίος δεν είναι παραγωγικός. Παρά την αύξηση των ροών ΞΑΕ, το απόθεμα των ΞΑΕ παραμένει σε επίπεδα αρκετά μακριά από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Ειδικά όσον αφορά στο ελληνικό δικαστικό σύστημα, αυτό αντιμετωπίζει προβλήματα λόγω μακροχρόνιων διαδικασιών, καθώς ο εκτιμώμενος χρόνος που απαιτείται για την επίλυση αστικών, εμπορικών και διοικητικών διαφορών είναι από τους μεγαλύτερους στην ΕΕ. Η ψηφιακή επιτάχυνση, οι εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης, η ηλεκτρονική κατανομή υποθέσεων και τα ηλεκτρονικά εργαλεία επικοινωνίας αποτελούν ορισμένες από τις λύσεις και τις μεταρρυθμίσεις που θα μπορούσαν να έχουν σημαντική επίδραση στην ενίσχυση της αποτελεσματικότητας του ελληνικού δικαστικού συστήματος και να συμβάλλουν στην αύξηση της αντιληπτής ανεξαρτησίας του.
Όσον αφορά στο εκπαιδευτικό σύστημα, η Ελλάδα κατατάσσεται χαμηλά μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ σχετικά με τις δεξιότητες και την επάρκεια στην ανάγνωση, τα μαθηματικά και την επίλυση προβλημάτων σε τεχνολογικά πλούσια περιβάλλοντα για ενήλικες, ενώ αυτές οι δεξιότητες δεν ανταμείβονται με υψηλούς μισθούς όπως σε άλλες χώρες του ΟΟΣΑ. Η ήδη χαμηλή απόδοση των μαθητών στην Ελλάδα επιδεινώθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας, όταν οι Έλληνες μαθητές ουσιαστικά έχασαν ένα ολόκληρο σχολικό έτος στα μαθηματικά και την ανάγνωση, καθώς και μισό σχολικό έτος στις επιστήμες. Αποτελεσματικά περιβάλλοντα εξ αποστάσεως μάθησης, η ενίσχυση της συνεργασίας σχολείου-οικογένειας, η δημιουργία ευκαιριών στο αναλυτικό πρόγραμμα για τη συμμετοχή των μαθητών σε δημιουργική σκέψη και οι διεπιστημονικές εργασίες, καθώς και η ευθυγράμμιση του εκπαιδευτικού συστήματος και του υψηλά καταρτισμένου εργατικού δυναμικού με τις ανάγκες της βιομηχανίας, θα ενισχύσουν την ικανότητα της Ελλάδας να καινοτομεί και να ανταγωνίζεται διεθνώς.