Το Brexit κόστισε στο City του Λονδίνου 40.000 θέσεις εργασίας
H Βρετανία επιδιώκει να χτίσει ξανά τις γέφυρες με την ηπειρωτική Ευρώπη.
Η έξοδος της Βρετανίας από την ΕΕ κόστισε στο χρηματοοικονομικό κέντρο του Λονδίνου περίπου 40.000 θέσεις εργασίας, μια πολύ σοβαρότερη επίπτωση του Brexit σε σχέση με προηγούμενες εκτιμήσεις, όπως δήλωσε σήμερα (16/10) στο Reuters ο Λόρδος Δήμαρχος του Σίτι.
Ο Μάικλ Μεϊνέλι είπε ότι το Δουβλίνο ήταν εκείνο που ωφελήθηκε περισσότερο προσελκύοντας 10.000 θέσεις εργασίας, ενώ πόλεις όπως το Μιλάνο, το Παρίσι και το Αμστερνταμ επίσης ωφελήθηκαν από θέσεις εργασίας που μετακινήθηκαν από το Λονδίνο όταν η Βρετανία ψήφισε υπέρ της εξόδου της από την ΕΕ το 2016.
“Το Brexit ήταν καταστροφή”, λέει ο Μεϊνέλι, ο οποίος έχει εθιμοτυπικό ρόλο ως επικεφαλής του χρηματοοικονομικού κέντρου της βρετανικής πρωτεύουσας, το Σίτι του Λονδίνου, το οποίο εκτείνεται σε ένα τετραγωνικό μίλι που περιλαμβάνει την Τράπεζα της Αγγλίας, διεθνή τραπεζικά ιδρύματα και ασφαλιστικές εταιρείες.
“Είχαμε 525.000 εργαζόμενους το 2016. Εκτίμησή μου είναι ότι χάσαμε κάτι λιγότερο από 40.000”, προσθέτει.
Η εκτίμηση του Μεϊνέλι, ο οποίος έχει περάσει χρόνια υπολογίζοντας την περιουσία του χρηματοοικονομικού κέντρου της Βρετανίας προτού γίνει Λόρδος Δήμαρχος και ο οποίος έχει επαφές με εκατοντάδες εταιρείες του Σίτι, είναι πολύ μεγαλύτερη αριθμητικά σε σχέση με τους 7.000 που σύμβουλοι της ΕΕ ανέφεραν ότι είχαν εγκαταλείψει το Λονδίνο για την ΕΕ μέχρι το 2022.
Αλλά ο ίδιος είπε επίσης ότι το Σίτι του Λονδίνου αναπτύσσεται τώρα, ακόμη και σε πεδία πέραν του χρηματοοικονομικού, με νέες θέσεις εργασίας που καλύπτουν τα κενά από τον αντίκτυπο του Brexit.
Ο αριθμός των εργαζόμενων αυξήθηκε ραγδαία στους 615.000 καθώς αναπτύσσονται οι τομείς των ασφαλιστικών και της ανάλυσης δεδομένων, είπε ο ίδιος.
Ωστόσο, οι εκτιμήσεις του υπογραμμίζουν το εύρος του αντίκτυπου καθώς η Βρετανία επιδιώκει να χτίσει ξανά τις γέφυρες με την ηπειρωτική Ευρώπη.
“Το Σίτι ψήφισε 70-30 υπέρ της παραμονής. Δεν το θέλαμε (το Μπρέξιτ)”, είπε ο Μεϊνέλι προσθέτοντας ότι υπερδιπλασίασε τις προσπάθειές του να “ασχοληθεί περισσότερο” με την Ευρώπη επισκεπτόμενος 9 φορές χώρες της περιοχής αυτή τη χρονιά.
Η προσπάθειά του να ενισχυθούν οι σχέσεις με την ηπειρωτική Ευρώπη πραγματοποιείται εν μέσω μια ευρύτερης οικονομικής επιβράδυνσης στη Βρετανία, η οποία έχει διχαστεί από τις διαφωνίες που αφορούν την έξοδό της από την ΕΕ.
Παρότι κάποιοι ήλπιζαν ότι το Brexit θα έδινε στο Λονδίνο την ελευθερία να μειώσει τις μεταναστευτικές ροές, να απαλλαγεί από μεγάλο μέρος των ρυθμίσεων της ΕΕ και να ενισχύσει την οικονομία, το ποσοστό της μετανάστευσης αυξήθηκε οι ρυθμίσεις αποδείχτηκε δύσκολο να αντιμετωπιστούν και η οικονομία επιβραδύνθηκε.
Ο νέος πρωθυπουργός της Βρετανίας Κιρ Στάρμερ έχει επιχειρήσει να ανοικοδομήσει τις σχέσεις με την ηπειρωτική Ευρώπη, που έχουν πληγεί από χρόνια δύσκολων διαπραγματεύσεων για το Brexit.
Ο Στάρμερ θέλει να απομακρύνει κάποια εμπόδια στη συνεργασία με άλλες χώρες της ΕΕ, ανάμεσά τους και τη συμφωνία αμοιβαίας αναγνώρισης των επαγγελματικών προσόντων, αλλά έχει αποκλείσει την επιστροφή στην ενιαία αγορά του μπλοκ.
Οπως είπε ο Μεϊνέλι, “υπάρχουν πολλά περισσότερα πράγματα που μπορούν να γίνουν σχετικά με τις βίζες. Εργαζόμαστε επίσης προς την κατεύθυνση των διμερών εμπορικών συμφωνιών με τη Γερμανία”.
Το αλλοτινό ”κόσμημα του βρετανικού βιομηχανικού στέμματος”, ο χρηματοοικονομικός τομέας της χώρας, επίσης βρίσκεται σε πτωτική πορεία.
Η οικονομική απόδοση στην καρδιά του βρετανικού χρηματοοικονομικού τομέα–περιλαμβανομένων των τραπεζών και των επενδυτικών ταμείων–έχει μειωθεί κατά περισσότερο από 15% από τα τέλη του 2019, λίγο πριν από την επίσημη αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ.
Συνολικά, η απόδοση των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών στη Βρετανία έχει μειωθεί κατά 1% από τα τέλη του 2019–σε έντονη αντίθεση με εκείνη της Γαλλίας και της Γερμανίας, όπου αυξήθηκε κατά 8% και της ανάπτυξης 18% της Ιρλανδίας–σύμφωνα με δεδομένα.
Οι περισσότεροι Βρετανοί θεωρούν ότι το Brexit έχει αποδειχτεί μια αποτυχία μέχρι τώρα, σύμφωνα με πρόσφατες δημοσκοπήσεις, αλλά οι υπέρμαχοί του αντιτείνουν ότι η Βρετανία έχει πλέον μεγαλύτερη ελευθερία να επιδιώξει το δικό της μονοπάτι εκτός της ΕΕ και χρησιμοποιούν ως παράδειγμα την οικονομική συρρίκνωση της Γερμανίας και τις πολιτικές αναταραχές στη Γαλλία ως αποδείξεις των μειονεκτημάτων του μπλοκ.