Το σχέδιο του υπουργείου Οικονομικών για τα εισπραγμένα και τα ανείσπρακτα ενοίκια
«Υποχώρηση» χωρίς αντίκρισμα για τους ιδιοκτήτες ακινήτων εμφανίστηκε να κάνει χθες το υπουργείο Οικονομικών δια του αναπληρωτή υπουργού Τρύφωνα Αλεξιάδη. Η απόσυρση των «παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 2» που υποσχέθηκε ο υπουργός σημαίνει στην πράξη ότι δεν θα ψηφιστεί τώρα η αύξηση των φορολογικών συντελεστών για τα εισοδήματα από ενοίκια. Γιατί δεν υπάρχει αντίκρισμα για τους φορολογούμενους; Διότι το πιθανότερο σενάριο, σύμφωνα με διασταυρωμένες πληροφορίες του theTOC, είναι η διάταξη να ενσωματωθεί τελικώς στο φορολογικό νομοσχέδιο που θα έρθει στη Βουλή τον Νοέμβριο συνοδεύοντας τον κρατικό προϋπολογισμό του 2016. Οποιαδήποτε άλλη λύση, θα υποχρέωνε το υπουργείο Οικονομικών να βρει ακόμη περισσότερα ισοδύναμα ύψους 200 εκατομμυρίων ευρώ. Για τους φορολογούμενους, καμία διαφορά δεν έχει αν η διάταξη θα ψηφιστεί τώρα ή τον Νοέμβριο. Άλλωστε, ότι και να συμβεί, ο φόρος θα πρέπει να καταβληθεί μετά το 1ο τρίμηνο του 2016 όταν θα υποβληθούν οι φορολογικές δηλώσεις για ταεισοδήματα του 2015.
Η απόσυρση της διάταξης της παραγράφου 5, αποτελεί περισσότερο «πολιτική» κίνηση κατευνασμού των κοινοβουλευτικών ομάδων του κυβερνητικού σχηματισμού. Η συγκεκριμένη παράγραφος, όριζε ότι ο συντελεστής φορολόγησης για τα ενοίκια που εισπράχθηκαν ή θα εισπραχθούν μέσα στο 2015, θα αναπροσαρμοστεί:
1. Στο 15% από 11% που είναι σήμερα για τα εισοδήματα από ενοίκια μέχρι του ύψους των 12.000 ευρώ
2. Στο 35% από 33% για τους έχοντες εισοδήματα από ενοίκια άνω τω ν 12.000 ευρώ.
Η αύξηση των φορολογικών συντελεστών αποτελεί μνημονιακή υποχρέωση της χώρας (μάλιστα οι συντελεστές αναφέρονται συγκεκριμένα στο μνημόνιο μη αφήνοντας περιθώρια ελιγμών στο υπουργείο Οικονομικών). Δεν αποτελεί όμως «προαπαιτούμενο» το οποίο έχει ενσωματωθεί στη λίστα των «48». Άρα, στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, η κυβέρνηση κάλλιστα μπορεί να εμφανιστεί ότι υποχωρεί σε ένα βαρύ φορολογικό μέτρο χωρίς να προκαλεί την αντίδραση των δανειστών. Στην πράξη βέβαια, θα αποδειχθεί ότι δεν πρόκειται περί υποχώρησης αλλά περί αναβολής του… αναπόφευκτου.
Η αύξηση των φορολογικών συντελεστών στα ενοίκια, έχει κοστολογηθεί στα 200 εκατομμύρια ευρώ από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους κάτι που αποτυπώνεται τόσο στο προσχέδιο του κρατικού προϋπολογισμού για το 2016 όσο και στην έκθεση που συνοδεύει το νομοσχέδιο με τα προαπαιτούμενα. Αν η κυβέρνηση αποφασίσει να μην αυξήσει τον συντελεστή στα ενοίκια, απλώς θα πρέπει να προσθέσει ακόμη 200 εκατ. ευρώ στη μακριά λίστα των ισοδύναμων η οποία ήδη περιλαμβάνει τα 230 εκατ. ευρώ από τη μη εφαρμογή του ΦΠΑ στην εκπαίδευση (σ.σ η κυβέρνηση πρέπει να λύσει άμεσα το συγκεκριμένο ζήτημα το οποίο είναι στη λίστα με τα 48 προαπαιτούμενα) και τα περισσότερα από 300 εκατ. ευρώ που είναι το κόστος της επιβολής της ρήτρας μηδενικού ελλείμματος στα ταμεία επικουρικής ασφάλισης. Τι άλλο ορίζει το μνημόνιο για τα ενοίκια; Ότι ο πρόσθετος φόρος πρέπει να εισπραχθεί μέσα στο 2016 άρα οι νέοι συντελεστές να αφορούν στα εισοδήματα του 2015. Το αν η διάταξη θα ψηφιστεί τώρα ή μέχρι το τέλος του έτους, δεν έχει καμία απολύτως σημασία.
Τα ανείσπρακτα
Διαφορετική είναι η εικόνα για τα ανείσπρακτα ενοίκια. Η κατάργηση της ρύθμισης που επέτρεπε στους φορολογούμενους να εκχωρήσουν τα ανείσπρακτα ενοίκια στο δημόσιο για να μην πληρώσουν φόρο αποτελεί προαπαιτούμενο της λίστας με τα 48. Γι’ αυτό, η διάταξη που θα καταργήσει αυτό το δικαίωμα δεν θα αποσυρθεί και θα ψηφιστεί κανονικά. Το τι θα γίνει με τα ανείσπρακτα ενοίκια του 2015, το υπουργείο Οικονομικών θα το αποφασίσει μέχρι το τέλος του έτους και επίσης στο πλαίσιο κατάρτισης του νέου φορολογικού νομοσχεδίου.
Σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες και για τους ιδιοκτήτες ακινήτων θα προχωρήσει ρύθμιση αντίστοιχη με αυτή που ισχύει για τις επιχειρήσεις και τα ανεξόφλητα τιμολόγια. Δηλαδή δεν θα αρκεί μια απλή δήλωση εκχώρησης στην εφορία για να απαλλαγεί κάποιος από τον φόρο εισοδήματος. Θα πρέπει να αποδεικνύει ότι έχει εξαντλήσει όλα τα μέσα (ακόμη και ένδικα) για την είσπραξη των ενοικίων ενώ, εφόσον επέλθει η είσπραξη σε μεταγενέστερο χρόνο, να φορολογείται κατά τον χρόνο είσπραξης.