Με απέλυσε ο εργοδότης μου. Είχε δικαίωμα;

Με απέλυσε ο εργοδότης μου. Είχε δικαίωμα;
  Με βάση την ελληνική εργατική νομοθεσία η απόλυση του εργαζομένου από τον εργοδότη δεν απαιτεί την ύπαρξη συγκεκριμένης αιτίας. Η συγκεκριμένη νομοθετική επιλογή φαίνεται αρχικά να υποτάσσει το μισθωτό στην εξουσία του εργοδότη.

Του Γιάννη Κ. Καρούζου*

Παρόλα αυτά, στο ελληνικό δίκαιο η απόλυση ελέγχεται αν είναι καταχρηστική.

Σε πρώτη φάση, τα δικαστήρια εξετάζουν αν ο εργοδότης απέλυσε το μισθωτό από εμπάθεια ή εκδικητικότητα, κάτι, όμως, που υποχρεούται να αποδείξει ο ίδιος ο μισθωτός. Πέρα, όμως, από την προστασία του εργαζομένου από τα παραπάνω «ταπεινά» κίνητρα του εργοδότη, ο δικαστής εξετάζει και κατά πόσο δικαιολογείται ή όχι η απόλυση από τα συμφέροντα της επιχείρησης. Οι λόγοι, που δικαιολογούν την απόλυση (η οποία δεν είναι καταχρηστική) θα πρέπει να αναφέρονται, είτε στο πρόσωπο του μισθωτού, όπως είναι η ανικανότητά του για εργασία ή η συμπεριφορά του στην επιχείρηση, είτε στην οικονομική ή την τεχνική κατάσταση της επιχείρησης, εννοώντας την ταμειακή δυσχέρεια και τη μείωση του κύκλου εργασιών (τζίρου), που τυχόν αντιμετωπίζει ή μία ενδεχόμενη αναδιάρθρωση ή κατάργηση τμήματος αυτής.

Ελέγχοντας τη σπουδαιότητα των παραπάνω λόγων, τα δικαστήρια οφείλουν να εξετάζουν επιπλέον, αν αυτοί καθιστούν πράγματι αναγκαία την απόλυση. Ερευνούν δηλαδή, αν είναι δυνατή η αντιμετώπισή και η επίλυσή τους με άλλα ηπιότερα μέτρα, οπότε στην περίπτωση αυτή, η προσφυγή στο δυσμενέστερο για τον εργαζόμενο μέτρο, την απόλυση, δεν είναι θεμιτή.

Με βάση τα παραπάνω, ο εργοδότης οφείλει να επιλέξει την ηπιότερη εναλλακτική λύση (μεταξύ περισσότερων εξίσου αποτελεσματικών μέτρων πχ. αλλαγής ωραρίου εργασίας) για την προστασία των συμφερόντων της επιχείρησής του, εκείνη δηλαδή, που πρόκειται να βλάψει λιγότερο τα συμφέροντα των εργαζομένων. Και αυτό γιατί κατά τη σύγκριση των συγκρουόμενων συμφερόντων, δηλαδή, αφενός της επιλογής του εργοδότη να απολύσει το μισθωτό και αφετέρου της ανάγκης του τελευταίου για διατηρήσει της θέσης εργασίας του, εφόσον αυτή αποκλειστικά του παρέχει τα προς το ζην, το προβάδισμα δίνεται στο συμφέρον του εργαζομένου να διατηρήσει τη θέση εργασίας του.

Η απόλυση, επομένως, πρέπει να αποτελεί όχι μόνο το πιο πρόσφορο αλλά και το μοναδικό και αναγκαίο μέσο για την διαφύλαξη των συμφερόντων του εργοδότη, ώστε να μην θεωρηθεί ως καταχρηστική και άρα παράνομη.

Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι οι παραπάνω κανόνες, όπως διαμορφώθηκαν από την πλειοψηφία των δικαστικών αποφάσεων της χώρας μας, σε καμία περίπτωση δεν υποχρεώνουν τον εργοδότη κατά τη χρονική στιγμή της απόλυσης του μισθωτού να δικαιολογήσει την απόφασή του. Η εκ των υστέρων, όμως, προσφυγή του εργαζομένου που απολύθηκε στην κρίση των δικαστηρίων της χώρας μας, είναι αυτή που θέτει σε κίνηση το μηχανισμό προστασίας από μία αυθαίρετη και άδικη επιλογή του εργοδότη.


*O Γιάννης Κ. Καρούζος, είναι Δικηγόρος, ειδικευμένος στο εργατικό δίκαιο

e-mail: [email protected]

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ