To ακριβό ρεύμα «σβήνει» τις αντλίες θερμότητας – Προβληματισμός και για τα ηλεκτροκίνητα IX
Είναι η δεύτερη φορά μέσα στην τελευταία τριετία που η χρηματιστηριακή αγορά του ηλεκτρικού ρεύματος δείχνει τα… δόντια της στους ευρωπαίους καταναλωτές και μεταξύ αυτών και στους Έλληνες.
Τον Ιούλιο, όλα δείχνουν ότι η τελική τιμή χρέωσης της κιλοβατώρας θα είναι τριπλάσια σε σχέση με την αντίστοιχη του φυσικού αερίου ενώ για τον Αύγουστο, η τιμή θα είναι έως και τέσσερις φορές υψηλότερη. Ποιος εγγυάται στους καταναλωτές ότι αυτός ο γύρος εκρηκτικών αυξήσεων στις τιμές χονδρικής του ρεύματος θα είναι και ο τελευταίος; Κανείς. Αν είναι κάθε φορά που αυξάνεται η ζήτηση για ηλεκτρική ενέργεια (και αυτό συμβαίνει στις πολύ κρύες νύχτες του χειμώνα και στα πολύ ζεστά μεσημέρια του καλοκαιριού) να εκτινάσσεται η τιμή του ρεύματος, τότε είναι να ξανασκέφτεται κανείς τον ορίζοντα απόσβεσης και της επένδυσης για την εγκατάσταση αντλίας θερμότητας αλλά και την αγορά του ηλεκτροκίνητου οχήματος.
Το βασικό πλεονέκτημα της αντλίας θερμότητας στην θέρμανση (σ.σ ας μείνει εκτός συζήτησης η ψύξη καθώς ούτως ή άλλως η αντλία θερμότητας συμπεριφέρεται ως κλιματιστικό που είναι και η εναλλακτική λύση για την ψύξη) είναι ότι καταναλώνει μια κιλοβατώρα ηλεκτρικής ενέργειας και παράγει τρεις θερμικές κιλοβατώρες. Αυτό φυσικά υπό προϋποθέσεις. Εξαρτάται από τη διαφορά της εξωτερικής με την εσωτερική θερμοκρασία καθώς στις πολύ κρύες ημέρες, δεν επιτυγχάνεται τέτοια απόδοση. Αν λοιπόν πλέον η τιμή της κιλοβατώρας είναι τριπλάσια ή και τετραπλάσια από την τιμή του φυσικού αερίου, είναι προφανές ότι δεν επιτυγχάνεται εξοικονόμηση χρημάτων αρκετών ώστε να αποσβένεται γρήγορα η διαφορά στην επένδυση. Άλλο το κόστος εγκατάστασης μιας αντλίας θερμότητας και άλλο το κόστος για έναν καυστήρα φυσικού αερίου.
Η αντλία θερμότητας μπορεί φυσικά να συνδυαστεί με μια επένδυση σε φωτοβολταϊκό και το κόστος της ενέργειας να περιοριστεί πολύ περισσότερο καθώς θα υπάρχει το «δωρεάν ρεύμα από τον ήλιο». Και εδώ όμως έχουν επιδεινωθεί οι συνθήκες μετά την αλλαγή του μοντέλου αποζημίωσης της παραγόμενης ενέργειας από τον ήλιο. Πλέον, η ενέργεια που θα παράγεται θα αποζημιώνεται σε χρήμα και μάλιστα με τη χαμηλή τιμή που θα ισχύει κατά τις μεσημβρινές ώρες. Αυτό κάνει το net billing. To βράδυ -την ώρα δηλαδή που θα έχουμε περισσότερο ανάγκη τη θέρμανση και το ζεστό νερό χρήσης- ο καταναλωτής θα πληρώνει με κανονικό τιμολόγιο την ενέργεια που θα αντλεί από το δίκτυο. Μια λύση υπάρχει για να αντιμετωπιστεί αυτό: να εγκατασταθούν μπαταρίες. Όμως είναι τόσο μεγάλες οι ενεργειακές ανάγκες της αντλίας που θα πρέπει να μπουν μεγάλες μπαταρίες οι οποίες έχουν πολύ υψηλό κόστος και πλέον δεν επιδοτούνται κιόλας μετά το τέλος του προγράμματος «φωτοβολταϊκά στη στέγη».
Πάμε τώρα και στην ηλεκτροκίνηση. Αν ένα αυτοκίνητο χρειάζεται περίπου 17 κιλοβάτ για να διανύσει μια απόσταση 100 χιλιομέτρων (που σημαίνει ότι υπάρχει ένα κόστος που πλησιάζει τα 5 ευρώ αν ανέβει η τελική τιμή της κιλοβατώρας στα 27-28 λεπτά, τίθεται ένα σύγκρισης με το υβριδικό που θα καταναλώνει 5 λίτρα βενζίνης για την ίδια απόσταση (κόστους 9 ευρώ). Με αυτά τα 4 ευρώ όφελος ανά 100 χιλιόμετρα και με την αυστηρή προϋπόθεση ότι δεν θα γίνεται φόρτιση εκτός οικιακού τιμολογίου που οι τιμές του ρεύματος είναι τριπλάσιες, πόσα χρόνια χρειάζονται να γίνει η απόσβεση του ηλεκτρικού οχήματος.
Φυσικά, ουδείς μπορεί αν γνωρίζει πως θα εξελιχθούν τα πράγματα από εδώ και στο εξής τόσο με τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας όσο και με τις τιμές των ορυκτών καυσίμων. Προς το παρόν πάντως, οι συνθήκες δεν είναι καθόλου καλές για όσους θέλουν να κινηθούν στην κατεύθυνση του εξηλεκτρισμού και ο προβληματισμός είναι μεγάλος