ΓΓΔΕ: Ποιοι γλιτώνουν την προκαταβολή φόρου 55%
Στον υπολογισμό της προκαταβολής φόρου οι αλλαγές είναι δραστικές. Μέχρι και τη χρήση του 2013, οι διατάξεις του παλαιού Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος όριζαν ότι εάν τα εισοδήματα από ελευθέριο επάγγελμα, επιχειρηματική δραστηριότητα ή μισθώματα ήταν μεγαλύτερα από τα εισοδήματα από μισθό ή σύνταξη, ο φορολογούμενος είχε υποχρέωση προκαταβολής 55% για το σύνολο του φόρου που του αναλογούσε.
Με τις νέες φορολογικές δηλώσεις, για τα εισοδήματα του 2014 η προκαταβολή φόρου δεν θα αγγίζει σε καμία περίπτωση πραγματικά εισοδήματα από μισθούς, συντάξεις ή ενοίκια.
Ερμηνεύοντας το άρθρο 69 του νέου Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, η ΓΓΔΕ θα ξεκαθαρίσει ότι ως προκαταβολή βεβαιώνεται ποσό ίσο με το 55% του φόρου που προκύπτει μόνο από επιχειρηματική δραστηριότητα του διανυόμενου φορολογικού έτους, αφαιρουμένων παρακρατηθέντων και προκαταβληθέντων φόρων.
Αν δηλαδή ο φορολογούμενος αποκτά φορολογητέο εισόδημα, πέραν της επιχειρηματικής δραστηριότητας από μισθωτή εργασία, συντάξεις ή κεφάλαιο, οι φόροι των εισοδημάτων αυτών δεν μετράνε για τον υπολογισμό της προκαταβολής.
Ο πονοκέφαλος των τεκμηρίων
Η απόφαση καθορίζει επίσης τι ισχύει στις περιπτώσεις όπου τα τεκμήρια αυξάνουν το φορολογητέο εισόδημα και δι’ αυτού του τρόπου την προκαταβολή φόρου.
Σε αυτές τις περιπτώσεις κλειδί για να ακυρωθεί η απαίτηση πληρωμής προκαταβολής είναι το ύψος των εισοδημάτων από μισθούς ή συντάξεις. Ετσι:
Α) Αν τα εισοδήματα από μισθούς ή συντάξεις είναι μικρότερα, την προκαταβολή την επηρεάζει η διαφορά τεκμηρίου, χωρίς όμως να ακουμπά εισοδήματα από μισθούς και συντάξεις.
Για παράδειγμα, αν ένα φυσικό πρόσωπο αποκτά εισόδημα από μισθωτή εργασία ύψους 8.000 ευρώ, έχει πρόσθετο εισόδημα από ενοίκια 10.000 ευρώ (άθροισμα 18.000 ευρώ), αλλά τελικά φορολογείται για τεκμαρτό εισόδημα 20.000 ευρώ, η απόφαση στην οποία προσανατολίζεται η ΓΓΔΕ προβλέπει τον υπολογισμό προκαταβολής φόρου με συντελεστή 55% για τη διαφορά των 2.000 ευρώ (δηλαδή 1.050 ευρώ).
Αυτό συμβαίνει διότι στο συγκεκριμένο παράδειγμα το εισόδημα από μισθούς είναι μικρότερο από το εισόδημα από ενοίκια.
Β) Στην περίπτωση, όμως, όπου το εισόδημα από μισθωτή εργασία ή συντάξεις είναι μεγαλύτερο, ακυρώνεται η προκαταβολή και επί του τεκμαρτού εισοδήματος.
Έστω, για παράδειγμα, φορολογούμενος ο οποίος αποκτά εισόδημα από μισθούς 9.000 ευρώ, από ενοίκια επιπλέον 1.000 ευρώ και από επιχειρηματική δραστηριότητα άλλα 2.000 ευρώ. Το συνολικό του εισόδημα είναι 12.000 ευρώ, αλλά βάσει τεκμηρίων φορολογείται για εισόδημα 18.000 ευρώ.
Το συγκεκριμένο φυσικό πρόσωπο θα έρθει αντιμέτωπο με φόρο με βάση την κλίμακα των μισθωτών για τα 9.000 ευρώ, με βάση την κλίμακα των ενοικίων για τα 1.000 ευρώ, με συντελεστή 26% για τα 2.000 ευρώ και η διαφορά των 6.000 ευρώ τεκμαρτού εισοδήματος θα φορολογηθεί με την κλίμακα των μισθωτών.
Σε αυτή την περίπτωση δεν θα κληθεί να πληρώσει προκαταβολή, δεδομένου ότι τα εισοδήματα από μισθωτή εργασία είναι μεγαλύτερα των υπολοίπων.
Πότε δικαιούται μείωση προκαταβολής
Το δρόμο για μείωση της προκαταβολής ανοίγει το άρθρο 70 του νέου Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος με το οποίο ορίζεται ότι «σε περίπτωση που τυχόν μειωθεί το εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα σε ποσοστό άνω του 25%, ο φορολογούμενος μπορεί να ζητήσει με αίτησή του τη μείωση της προκαταβολής που βεβαιώθηκε».
Οι αιτήσεις αυτές θα υποβληθούν φέτος στην εφορία για πρώτη φορά έως το τέλος Σεπτεμβρίου και η μείωση της προκαταβολής θα μπορεί να αποφασιστεί για δόσεις φόρου οι οποίες δεν έχουν γίνει ληξιπρόθεσμες.
Η εφορία έχει υποχρέωση να απαντήσει μέσα σε διάστημα τριών μηνών από την υποβολή της αίτησης.
Αν σε αυτό το διάστημα δεν απαντήσει, τότε η απάντηση θεωρείται θετική και ο φορολογούμενος έχει το δικαίωμα να καταβάλει μειωμένη προκαταβολή φόρου κατά το ποσοστό μείωσης του εισοδήματός του.
Αν για παράδειγμα, το εισόδημά του από επιχειρηματική δραστηριότητα είναι μειωμένο κατά 30%, θα μπορεί να εξοφλήσει και κατά 30% μειωμένη προκαταβολή φόρου. Το ίδιο ισχύει βέβαια και στην περίπτωση όπου η εφορία απαντήσει θετικά εντός τριμήνου.
ΠΗΓΗ: Euro2day