Και μεγαλύτερος και για περισσότερους ο νέος συμπληρωματικός φόρος ακινήτων
Πώς θα καλυφθεί η "τρύπα" στα έσοδα από την επικείμενη διόρθωση των αντικειμενικών αξιών
Ως ιδιοκτήτης μεγάλης ακίνητης περιουσίας θα αντιμετωπίζεται (και θα φορολογείται) όποιος έχει ατομική περιουσία αξίας άνω των 150.000 ευρώ. Με τη διόρθωση των αντικειμενικών αξιών -χθες αποκαλύφθηκε και επίσημα ότι σε αρκετές περιοχές θα υπάρξουν και αυξήσεις και όχι μόνο μειώσεις- το υπουργείο Οικονομικών θα υπολογίσει το δημοσιονομικό κόστος που θα προκύψει. Αυτό προτίθεται να το καλύψει με τον "συμπληρωματικό φόρο" κάτι που για να γίνει προϋποθέτει μείωση του αφορολογήτου (σ.σ σήμερα είναι στις 200.000 ευρώ) αλλά και αύξηση των φορολογικών συντελεστών.
Γνωρίζοντας ότι από την εξίσωση των αντικειμενικών αξιών με τις εμπορικές η «φορολογητέα ύλη» του συμπληρωματικού φόρου θα μειωθεί κατά τουλάχιστον 100 δις ευρώ, το υπουργείο Οικονομικών θα αλλάξει τον ορισμό της «μεγάλης περιουσίας» προκειμένου να κρατήσει αμείωτο το βεβαιωθέν ποσό. Στον λεγόμενο συμπληρωματικό φόρο –ο οποίος επιβάλλεται σήμερα σε όσους έχουν ατομική περιουσία άνω των 200.000 ευρώ- εκτιμάται ότι θα υπαχθούν από το 2018, περίπου 700.000 φυσικά και νομικά πρόσωπα, δηλαδή τουλάχιστον 200.000 περισσότερα συγκριτικά με φέτος ενώ η επιβάρυνση από τον συμπληρωματικό φόρο, ενδέχεται να ξεπεράσει τα 800 εκατ. ευρώ από περίπου 630 εκατ. ευρώ που βεβαιώθηκαν το 2017.
Η συνολική αξία των ακινήτων των Ελλήνων μετά την προσαρμογή που έγινε στις αντικειμενικές αξίες το 2016 (και μάλιστα με αναδρομική εφαρμογή από τον Μάιο του 2015 λόγω απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας) περιορίστηκε –με βάση τα φετινά στοιχεία εκκαθάρισης του ΕΝΦΙΑ στα 600 δις. ευρώ από περίπου 698 δις. ευρώ που ήταν το 2015 πριν τη μεταβολή των αντικειμενικών αξιών. Εννοείται ότι αυτό το ποσό είναι υψηλότερο κατά τουλάχιστον 20% σε σχέση με τις εμπορικές αξίες ενώ δεν περιλαμβάνει την αξία των αγροτεμαχίων η οποία δεν λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό του συμπληρωματικού φόρου.
Το 2015, με το αφορολόγητο του συμπληρωματικού φόρου στις 300.000 ευρώ οι υπόχρεοι ήταν 338.188: 98.967 φυσικά πρόσωπα με περιουσία 546 δις. ευρώ και 39.221 νομικά πρόσωπα με περιουσία 152 δις. ευρώ. Το συνολικό βεβαιωθέν ποσό μόνο από τον συμπληρωματικό φόρο έφτασε στα 574,8 εκατ. ευρώ (362 εκατ. ευρώ για τα φυσικά πρόσωπα και 212 εκατ. ευρώ για τα νομικά πρόσωπα).
Το 2016,παρά τη μείωση των αντικειμενικών αξιών, ο αριθμός των υπόχρεων σε καταβολή συμπληρωματικού φόρου αυξήθηκε από τους 338.188 στους 502.894 με τον αριθμό των φυσικών προσώπων να εκτινάσσεται από τα 298.967 άτομα το 2015 στα 452.989 άτομα το 2016. Όσο για το βεβαιωθέν ποσό του συμπληρωματικού φόρου, αυξήθηκε στα 649 εκατ. ευρώ -ή το 20% του συνολικού ΕΝΦΙΑ- από 574 εκατ. ευρώ το 2015 (ή το 17,6% του συνολικού ΕΝΦΙΑ). Πώς έγινε αυτό; Με τη μείωση του αφορολογήτου από τις 300.000 στις 200.000 ευρώ κίνηση που υποχρέωσε περισσότερους στην καταβολή του συμπληρωματικού φόρου.
Αυτή τη «συνταγή» θα επιδιώξει να εφαρμόσει και φέτος το υπουργείο Οικονομικών ενόψει της εξίσωσης των αντικειμενικών αξιών με τις εμπορικές: διατήρηση του φόρου ανά τετραγωνικό βάσει του οποίου υπολογίζεται ο ΕΝΦΙΑ στα ίδια επίπεδα (ή λίγο υψηλότερα ανάλογα με τις δημοσιονομικές ανάγκες που θα προκύψουν) και μετατόπιση ακόμη περισσότερων φορολογικών βαρών στον συμπληρωματικό φόρο. Με τους συντελεστές της κλίμακας να φτάνουν ήδη πάνω από το 1% αλλά και με δεδομένη τη μείωση που θα επέλθει στη φορολογητέα ύλη (σ.σ ο συμπληρωματικός φόρος υπολογίζεται επί της αντικειμενικής αξίας η οποία θα μειωθεί λόγω της εξίσωσης) είναι σχεδόν αδύνατον να καλυφθεί ο δημοσιονομικός στόχος με το αφορολόγητο του συμπληρωματικού στις 200.000 ευρώ. Η μείωσή του θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη ενώ το νέο επίπεδο –δηλαδή το αν θα είναι 150.000 ευρώ ή κάποιο άλλο ποσό, θα προκύψει αφού μετρηθεί το δημοσιονομικό κόστος από την εξίσωση των εμπορικών με τις αντικειμενικές.
Περιουσία άνω των 200.000 ευρώ έχουν σήμερα περίπου 450.000 φυσικά πρόσωπα και 50.000 επιχειρήσεις. Αν το όριο κατέβει στις 150.000 ευρώ, ο αριθμός των υπόχρεων θα αυξηθεί εκθετικά καθώς στο κλιμάκιο περιουσίας από τις 100.000 έως τις 200.000 ευρώ κατατάσσεται περίπου το 16% των ιδιοκτητών οι οποίοι και συγκεντρώνουν περίπου το 25% της συνολική περιουσίας, ήτοι περίπου 150 δις. ευρώ σε σημερινές τιμές.