Μύθοι και αλήθειες για την «έξοδο» της Ελλάδας στις αγορές
Το τηλεγράφημα του Reuters, η απάντηση του υπουργείου Οικονομικών, ο προβληματισμός του ΟΔΔΗΧ και οι διαπραγματεύσεις στο Παρίσι
Το Reuters με χθεσινό του τηλεγράφημα, περιέγραψε το αυτονόητο: ότι μεσούσης της κρίσης στην αγορά των ομολόγων η οποία έχει στείλει την απόδοση του ελληνικού 10ετούς στο 4,6%, δεν μπορεί να προχωρήσει νέα έκδοση. Όχι μόνο γιατί η Ελλάδα θα δανειστεί ακριβά χωρίς κανέναν απολύτως λόγο –ακόμη και τα repos με τους φορείς της γενικής κυβέρνησης κοστίζουν λιγότερο- αλλά και γιατί θα δημιουργηθεί ένα «κακό προηγούμενο» με τους επενδυτές που εμπιστεύτηκαν περίπου 3 δις. ευρώ για να αγοράσουν ελληνικά ομόλογα 7ετούς διάρκειας. Και τώρα τι; Τα σενάρια δίνουν και παίρνουν. Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν μπορεί ούτε η Αθήνα ούτε οι δανειστές της να κάτσουν με δεμένα τα χέρια μέχρι να πέσουν οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων. Στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων υπάρχει σχέδιο για περιορισμό στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό των ομολόγων που θα πρέπει να εκδώσει η Ελλάδα μέσα στην επόμενη 2ετία ή 3ετία. Το ποσό –που αυτή τη στιγμή ανέρχεται περίπου στα 20 δις. ευρώ μέχρι το 2020 ή στα 25 δις. ευρώ μέχρι το 2021. Το ζητούμενο πλέον είναι αν αυτό το σχέδιο θα συμφωνηθεί και θα υλοποιηθεί μέσα στο επόμενο χρονικό διάστημα.
Αν προσθέσει κάποιος τις λήξεις ομολόγων και δανειακών υποχρεώσεων της Ελλάδας για την περίοδο 2018-2020, θα καταλήξει σε ένα ποσό της τάξεως των 20,6 δις. ευρώ ενώ αν επεκτείνει τον χρονικό ορίζοντα μέχρι το τέλος του 2021, θα πρέπει να ανεβάσει τον πήχη κοντά στα 26 δις. ευρώ. Με δύο- τρεις κινήσεις στο πλαίσιο υλοποίησης των μεσοπρόθεσμων μέτρων για την διευθέτηση του χρέους, το ποσό αυτό μπορεί εύκολα να μειωθεί στα 20 δις. ευρώ ή ακόμη και στα 15 δις. ευρώ. Αυτό αυτομάτως θα σημαίνει ότι με τα διαθέσιμα που έχει ήδη η χώρα αλλά και με τα δάνεια που αναμένεται να εκταμιεύσει με την ολοκλήρωση του 3ου μνημονίου, θα διαθέτει επαρκή «δύναμη πυρός» ώστε να καλύψει όλες της δανειακές της υποχρεώσεις για τα επόμενα τρία χρόνια χωρίς να έχει το άγχος των συνθηκών που θα επικρατούν στη διεθνή αγορά των ομολόγων και χωρίς να παρακολουθεί ημέρα με την ημέρα την πορεία της απόδοσης του ελληνικού 10ετούς. Και ποιος ξέρει, μέχρι το 2021, οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης μπορεί να έχουν ήδη προχωρήσει στην αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης των ελληνικών ομολόγων ώστε αυτά να χαρακτηρίζονται και πάλι ως «επενδύσιμα».
Το χθεσινό τηλεγράφημα του Reuters περί αναβολής των σχεδίων έκδοσης νέου ελληνικού ομολόγου μέχρι τον Αύγουστο λόγω Ιταλίας, δεν προκάλεσε και πολύ μεγάλη εντύπωση σε όσους παρακολουθούν από κοντά τις… αγωνίες των στελεχών του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους. Ισχύει ότι ο αρχικός προγραμματισμός της κυβέρνηση προέβλεπε ότι μέχρι τον Αύγουστο θα γίνονταν τουλάχιστον δύο ακόμη απόπειρες δανεισμού από τις αγορές μια εκ των οποίων θα αφορούσε μάλιστα στην έκδοση ενός ομολόγου μεγάλης διάρκειας (10-12 ετών) προκειμένου να δοκιμαστούν οι δυνατότητες δανεισμού και για μεγάλες περιόδους. Όσο η απόδοση του ελληνικού 10ετούς παρέμενε κάτω από το επίπεδο του 4%, όλα εξελίσσονταν βάσει σχεδίου. Η κρίση στην Ιταλία ήταν ο αστάθμητος παράγοντας (σ.σ για κάποιους όχι και τόσο απρόσμενο ως γεγονός) που ανέτρεψε τα σχέδια. Η απόδοση εκτοξεύτηκε ακόμη και προς το 5% (σ.σ ακόμη και χθες ήταν στο 4,61%) καθιστώντας απαγορευτικά τα όποια σχέδια δανεισμού. Ανεξάρτητα από το αν το επιτόκιο του 4,6-5% είναι υψηλό από μόνο του (σ.σ είναι αν αναλογιστεί κανείς ότι το κόστος από τον ESM είναι χαμηλότερο από το ένα τρίτο) τίθεται από τους επαγγελματίες και ένα ζήτημα επαγγελματικής.. ηθικής. Δεν προχωράς στην έκδοση ομολόγου με την απόδοση στο 4,6% όταν πριν από μερικές εβδομάδες είχες βγάλει επταετές ομόλογο με πολύ χαμηλότερη απόδοση. Είναι σαν να πυροβολείς αυτούς που σε εμπιστεύτηκαν δανείζοντάς του περίπου 3 δις. ευρώ σε μια κρίσιμη χρονική συγκυρία.
Σε κάθε περίπτωση, οι σχέσεις της Ελλάδας με τις αγορές θα βρεθούν και σήμερα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων καθώς στο Παρίσι θα πραγματοποιηθεί μια ακόμη συνεδρίαση του Ουάσινγκτον Γκρουπ. Πέρα από τα γνωστά θέματα για τα οποία θα ανταλλάξουν πυρά Γερμανία και ΔΝΤ (σ.σ τον βαθμό αυτοματισμού των μέτρων για το χρέος, την περίοδο επιμήκυνσης του δανείου που έχει χορηγήσει ο EFSF κλπ) αναμένεται να μπει άλλο ένα ζήτημα στην ατζέντα: η μείωση των δανειακών υποχρεώσεων των επόμενων ετών ώστε να περιοριστούν και οι απαιτούμενες έξοδοι στις αγορές. Τα δεδομένα αυτή τη στιγμή έχουν ως εξής:
- Για το 2018 απαιτούνται αυτή τη στιγμή όχι περισσότερα από 3,9 δις. ευρώ τα οποία υπάρχουν στο ταμείο. Εκκρεμεί μια πληρωμή προς το ΔΝΤ 1,138 δις. ευρώ και ένα ομόλογο που διακρατά η ΕΚΤ συνολικού ύψους 1,28 δις. ευρώ (SMP) ενώ περίπου 590 εκατ. ευρώ πρέπει να πληρωθούν στις εθνικές τράπεζες.
- Για το 2019, οι υποχρεώσεις είναι αυξημένες και φτάνουν στα 11,751 δις. ευρώ. Το ΔΝΤ πρέπει να πάρει 1,968 δις. ευρώ, η ΕΚΤ 4,789 δις. ευρώ, οι εθνικές κεντρικές τράπεζες επιπλέον ένα δις. ευρώ ενώ λήγουν και ιδιωτικά ομόλογα συνολικού ύψους 2,96 δις. ευρώ.
- Για το 2020 και το 2021, υπάρχουν μικρές υποχρεώσεις της τάξεως των 5 δις. ευρώ ανά έτος.
Με μερική αποπληρωμή των δανείων του ΔΝΤ και μια «αναχρηματοδότηση» των δανείων που έχουν χορηγηθεί από την ΕΚΤ (στο πλαίσιο των SMPs) το συνολικό ποσό των 20 δις. ευρώ που λήγει μέχρι το 2020 μπορεί κάλλιστα να πέσει στα 15-16 δις. ευρώ. Ακόμη και αν δεν υπάρξει νέα έξοδος μέχρι το καλοκαίρι, μόνο από τα διαθέσιμα που υπάρχουν ήδη αλλά και τα κεφάλαια που θα αντλήσει η Ελλάδα από τα αδιάθετα του ESΜ, θα μπορεί κάλλιστα να καλύψει τις δανειακές της ανάγκες μέχρι και το 2021.